Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει το ποίημα «Σαντορίνη» το 1936 υφαίνοντας περαιτέρω τη μυθοποίηση του νησιού που ξεκίνησε ο Κάλας, καθιστώντας το έναν προνομιακό χώρο, όπου μνήμη και λήθη διαγκωνίζονται.
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα κοιτάζοντας τ’ αναδυόμενα νησιά κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν στον ύπνο τους, στον ύπνο μας. Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας.
Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη αγάπη στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν, δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη· στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.
Bωμοί γκρεμισμένοι κι οι φίλοι ξεχασμένοι φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.
Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι που άγγιξε τον ορίζοντα. Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο και στέγνωσε η αγάπη μέσα σε τρύπιες ψυχές· όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις κύκλο τα πόδια θερισμένα κύκλο τα χέρια πεθαμένα κύκλο τα μάτια σκοτεινά· όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις το θάνατο που γύρευες δικό σου, ακούγοντας μια κραυγή ακόμη και του λύκου την κραυγή, το δίκιο σου· άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό και βούλιαξε, βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .