Στη νεωτερικότητα η μίμηση προτύπων που απαιτούσε ο Οράτιος στην Ars Poetica, που αποτέλεσε τη βάση μαζί με την Ποιητική του Αριστοτέλη των αναγεννησιακών ρυθμιστικών ποιητικών, επέτρεψε, για την ακρίβεια επέβαλε, τη χρήση ελληνορωμαϊκών μύθων κατά κύριο λόγο στην τραγωδία, αλλά και σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Σε αυτό συνέβαλε και η πρόσληψη και οι ερμηνείες που δέχτηκε ο Αριστοτέλης από τον 15ο αιώνα και μετά, στην Ποιητική του οποίου ο όρος μύθος παίζει σημαντικό ρόλο. Αν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο μύθος ανιχνεύεται στο εσωτερικό κάθε τραγωδίας εξασφαλίζοντας τη συνοχή και η πλοκή της, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, η οποία πρέπει να έχει εσωτερική συνοχή, πρέπει να ευσταθεί λογικά, μυθώδες (λατινικά fabulosum), σημαίνει για τους κριτικούς της ιταλικής Αναγέννησης, που είναι βαθιά επηρεασμένοι από τον Οράτιο, το φανταστικό, το πλασματικό (Zeuch 2004, 201).
Παράλληλα, όμως, η ποίηση οφείλει να αποτυπώνει το ιδανικό. Δηλαδή να μιμείται παραδεδομένα πρότυπα και ταυτόχρονα να τα αποτυπώνει εξιδανικευμένα. Έτσι, μίμηση σημαίνει πλέον μίμηση του ιδανικού, του παραδειγματικού, μια και ο στόχος της λογοτεχνίας δεν είναι παρά η αποτύπωση ενός κόσμου ανώτερου, καλύτερου, ηθικότερου (Schmitt 2003, 14). Το γεγονός ότι οι μύθοι σπάνια αναφέρονταν σε μια ανώτερη ή ηθικότερη πραγματικότητα δεν εμπόδισε τους λογοτέχνες της εποχής να τους χρησιμοποιήσουν. Μπορούσαν, άλλωστε, να στηριχτούν στην αλληγορική ερμηνεία του μύθου, οι απαρχές της οποίας βρίσκονταν στην αρχαιότητα, περνώντας ταυτόχρονα τους μύθους από ένα ηθικό φίλτρο. Η «ηθικοποίηση» του μύθου μαζί με την ελαστική αλληγορική ερμηνεία τους επέτρεψε, πχ., στον Έρασμο να ισχυριστεί ότι
μπορούμε να βρούμε περισσότερη θρησκευτικότητα σε ορισμένους ηθοπλαστικούς μύθους (και φέρνει σαν παράδειγμα την Κίρκη, τον Τάνταλο, τον Σίσυφο και τους άθλους του Ηρακλή, παρά στη σχολαστική ανάγνωση της Βίβλου.