Όπως έδειξε η Έρη Σταυροπούλου (1998), το ποίημα του Ελύτη «Ωδή στη Σαντορίνη» συνδυάζει δύο αρχαίους μύθους, τον πλατωνικό μύθο της Ατλαντίδας και τον μύθο της Γένεσης από την Παλαιά Διαθήκη, παρουσιάζοντας τη Σαντορίνη ως τόπο ευνομίας και ομορφιάς, αλήθειας και δικαιοσύνης, ελευθερίας και ονείρου. Η λέξη «ωδή» στον τίτλο είναι από αυτή την άποψη προγραμματική. Σε αντίθεση με το ποίημα του Ελύτη, το ποίημα του Κάλας έχει σαφείς αναφορές στην αρχαιότητα, όμως είναι τα άδεια πλέον ερείπια που βρίσκονται στο επίκεντρο.
Και παρόλο που το ποίημα, που είναι σπονδυλωτό, ξεκινά με το «ενόμιζα / πως το γλυκό μαβί σκιάζοντας του νησιού τα νερά / ανοίγει απόρθητα βάθη» και «τα νόμιζα αυτά άμα είδα τα καΐκια ν’ αγκαλιάζουν τους ανέμους / τώρα όμως που τα βλέπω στου πρωιού τον ύπνο δεμένα στο μόλο / διακρίνω μόνο των φτερών των τους σκληρούς σκελετούς / και νεκρός πια στο κάθε φύσημα / θωρώ τους ορίζοντες των αρχιπελάγων / εγώ ένας απλός καϊκτσής / σ’ ένα λιμάνι αοράτων βυθών», για να συνεχίσει με το «μ’ αρέσει να νομίζω πως έχουν μαρανθεί στους αφρούς ξένης χώρας», καταλήγει στο τέλος να αναιρέσει και αυτό το ενόμιζα της αρχής αφήνοντάς το να βυθιστεί στη λήθη: «Λέξη στεγνή είν’ τώρα για μένα η Σαντορίνη / στάχτη στη θύμησή μου». Παρ’ όλα αυτά, από τα βάθη της μνήμης «συχνά χωρίς λόγο τη μέρα, τη νύχτα καταφτάνουν στιγμές / που κλονίζουν την ύπαρξή μου με τους κινδύνους εκείνου του νησιού».
Κεντρικά εδώ, όπως και στη «Σαντορίνη» του Σεφέρη, είναι τα στοιχεία του βάθους και του βυθού, το βούλιαγμα, το βύθισμα, η μνήμη και η λήθη. Το ποίημα του Σεφέρη ξεκινά ως εξής: «Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας»· και συνεχίζει με το «Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο / τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο / και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει» και το «Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν / εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι / που άγγιξε τον ορίζοντα», για να κλείσει με τη φράση «άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν / ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό / και βούλιαξε». Επαναλαμβανόμενο μοτίβο, το «αν μπορείς να βουλιάξεις, αν μπορείς να ξεχάσεις» που κατά κάποιο τρόπο συνοψίζει και μοιάζει να απαντά στην προβληματική του ποιήματος του Κάλας.
Ούτε όμως στον Κάλας, ούτε στον Σεφέρη η Σαντορίνη αναδύεται, όπως στον Ελύτη, «αγέρωχη», «πορφυρογέννητη», μια κόρη που ανοίγει «τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου […] να φυσήξει από παντού η ελευθερία»· αντίθετα, είναι ένας τόπος μνήμης συνδηλωτικός ενός τραύματος. Ο μύθος Σαντορίνη είναι από αυτή την άποψη ένας αντιφατικός, αμφίσημος μύθος, όπως άλλωστε είναι όλοι οι μύθοι. Είναι, επίσης, ένας μύθος, όπως και η μυθολογία του Αιγαίου στην οποία ανήκει η Σαντορίνη, που έχει κατασκευάσει η λογοτεχνία και θα παραμείνει ένας μύθος, μέρος μιας μυθολογίας όσο επιβιώνει στον χρόνο. Γιατί μόνο ο χρόνος επιβεβαιώνει τον μύθο. Αυτό είναι, άλλωστε, ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του μύθου: ο μύθος διατηρείται, μετασχηματίζεται και ανακυκλώνεται διαρκώς. Η λογοτεχνία από αυτή την άποψη είναι περισσότερο εξαρτημένη από ό,τι ο μύθος από το ιστορικό πλαίσιο, στο οποίο δημιουργήθηκε. Ήταν και παραμένει, ωστόσο, μια από τις πιο σημαντικές πηγές μύθων, δηλαδή αφηγήσεων που υπηρετούν την αμφισημία, αντιφατικότητα και για αυτό επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες.