Έχει σαφώς ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι οι Αθηναίοι πολίτες γνώριζαν σε γενικές γραμμές τους μύθους, τους οποίους έβλεπαν σκηνοθετημένους στις τραγωδίες. Και αυτοί οι μύθοι, που στην πραγματικότητα δεν είναι πολλοί και αποτελούν το πρώτο υλικό της τραγωδίας, αφενός καθόριζαν και περιόριζαν την ελευθερία του ποιητή και αφετέρου δημιουργούσαν έναν ορίζοντα προσδοκιών στο κοινό.
Σε ποιον βαθμό λοιπόν ο ήρωας, έτσι όπως παρουσιάζεται, έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει κατά αντιπαράθεση προς τον μύθο και να αποκτήσει κάποια ιδιαίτερη, εξατομικευμένη σημασία σε σχέση με τον ήδη υπάρχοντα σκελετό της αφήγησης και σε ποιον βαθμό αυτή η παραλλαγή του μύθου θα γίνει αποδεκτή από τους θεατές, είναι για την αρχαία ελληνική τραγωδία ζητήματα πολύ σημαντικά. Μολονότι χρησιμοποιώντας τους μύθους οι αρχαίοι τραγωδοί τους διασώζουν και ταυτόχρονα τους ανανεώνουν, αυτό το κάνουν πάντα με τη «συνενοχή» του κοινού, όπως σημειώνει και ο Peter Burian:
Αν, από άποψη πλοκής, η ελληνική τραγωδία συνθέτει ένα μεγαλειώδες μωσαϊκό παραλλαγών πάνω σε σχετικά λίγα μυθολογικά και τυπολογικά θέματα, διαρκώς επαναλαμβανόμενα αλλά ποτέ όμοια, εξυπακούεται ότι η τραγωδία δεν είναι σποραδικά ή κατά περίπτωση, αλλά σταθερά και ενδοφυώς, διακειμενική. Η τραγική «πράξη» μπορεί να θεωρηθεί ως ένας περίπλοκος χειρισμός υλικού από τον θρύλο και πρωτογενούς σύμβασης, που συνθέτει έναν περίτεχνο ιστό από ομοιότητες και διαφορές σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης. Αυτή η «πράξη» εφοδιάζει, αφενός, τον ποιητή με δομικά στοιχεία προορισμένα να ευνοήσουν συγκεκριμένες φόρμες δράσης, χαρακτηρολογικών τύπων, θεμάτων και εκβάσεων και, αφετέρου, τους θεατές με ένα βασικό σχήμα αναφοράς όσον αφορά την ερμηνεία αυτού που βλέπουν. Το ιδιαίτερο, εξατομικευμένο σχήμα και οι εκφάνσεις μιας τραγικής πλοκής ως προϊόν αντίστοιχων —σε σχήμα και έμφαση— διαφοροποιήσεων τόσο του γνωστού μυθολογικού υλικού όσο και των οικείων μορφολογικών στοιχείων, μπορούν εν δυνάμει να κατευθύνουν ή να εκτρέψουν την προσοχή του θεατή, να επαληθεύσουν, να τροποποιήσουν ή ακόμα και να ανατρέψουν τις προσδοκίες του. Όταν συμβαίνει αυτό, γεννιέται μια σύνθεση της οποίας η πλήρης πραγμάτωση εξαρτάται από ένα είδος κώδικα «συνενοχής» με το κοινό. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, μια τραγική πλοκή δεν φύεται απλώς μέσα στο ποιητικό κείμενο, αλλά και στον διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτό το κείμενο εν παραστάσει και στην πρόσληψή του από ένα ενημερωμένο κοινό, ως επανάληψη του μύθου και συγχρόνως ως μία νέα οπτική.
Και σε ένα τέτοιου είδους κώδικα «συνενοχής» με το κοινό στηρίζεται και η λογοτεχνία σήμερα, που δεν χρησιμοποιεί όμως μόνο κλασικούς μύθους ή μύθους από μη ευρωπαϊκούς πολιτισμούς αλλά και νεότερους που έλκουν την προέλευσή τους από λογοτεχνικά κείμενα επωνύμων συγγραφέων (π.χ. ο μύθος του Δον Ζουάν), για τους οποίους προτείνονται οι όροι μύθοι συνοδοί και μεταγενέστεροι ή παράγωγοι μύθοι (Ιωακειμίδου 2014, 43).