Ενώ οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις για τις έννοιες μοτίβο και θέμα συνεχίζονται, αρχίζει ήδη από τα μέσα του 1980 να αλλάζει το θεωρητικό τοπίο γύρω από τη σχέση μύθου και λογοτεχνίας. Σε αυτό συμβάλλουν, από τη μια πλευρά, εκείνοι, οι οποίοι αμφέβαλλαν για τη δυνατότητα να υπάρξει μία και μοναδική θεωρία που να καλύπτει, να εξηγεί και να αναλύει όλες τις περιπτώσεις, με δεδομένο ότι ο μύθος στη λογοτεχνία μετασχηματίζεται διαρκώς (Brémond 1985), και, από την άλλη, οι μελέτες εκείνες που εκτείνονται από τη φιλολογία, την εθνο-ανθρωπολογία έως τη σημειωτική, ο κύριος στόχος των οποίων ήταν να αποδομήσουν την ίδια την ιδέα του μύθου, όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της δυτικής παράδοσης (Detienne 1992· Bollack 1998· Calame 2011), και να υπογραμμίσουν την ιστορική και πολιτιστική μοναδικότητα καθεμιάς από τις διαφορετικές λογοτεχνικές μορφές που έλαβε ο μύθος.
Μετά το 2000 και στη βάση των μελετών του Claude Calame, η Ute Heidmann (2003) πρότεινε μια νέα μεθοδολογική προσέγγιση στη σχέση μύθου και λογοτεχνίας που την ονόμασε συγκριτική ποιητική του μύθου και η οποία εκκινεί από την άποψη ότι μύθος είναι ό,τι ονομάζουμε σε μια εποχή μύθο και ως εκ τούτου θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις εκάστοτε ποιητικές του μύθου, όπως εκφράζονται στα μεμονωμένα κείμενα. Η συζήτηση, ωστόσο, για τον μύθο και τη σχέση του με τη λογοτεχνία συνεχίζεται, καθώς το επιβάλλουν τα ανοιχτά ερωτήματα που απασχολούν τους επιστήμονες, γεγονός που αποδεικνύεται, άλλωστε, και από τη συνεχώς διογκούμενη βιβλιογραφία επί του θέματος: μύθος και λογοτεχνία είναι εμφανώς ένα ιδιαζόντως ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο και αυτό γιατί αφορά την ανθρώπινη κατάσταση τόσο σε ένα ιστορικό, όσο και σε ένα ανιστορικό επίπεδο, αφορά δηλαδή τόσο τη φυσική, όσο και τη μεταφυσική, τόσο τη βάση, όσο και το εποικοδόμημα, τόσο το παρελθόν, όσο και το μέλλον, τόσο το ίδιον, όσο το έτερον. Όπως υπογραμμίζει, άλλωστε, η Λητώ Ιωακειμίδου,
Κομβικό σημείο ανάμεσα στο ίδιον και το έτερον, ο μύθος που εμφανίζεται σε ένα λογοτεχνικό κείμενο αντιμετωπίζεται συχνά ως στοιχείο που έχει μια διττή υπόσταση: παραπέμπει βέβαια στο γνωστό, στο οικείο, μέσα από μια πολιτισμική παράδοση που θεωρείται κοινό κτήμα, αλλά σηματοδοτεί επίσης την ανάδυση μιας άλλης, αλλότριας μορφής, η οποία ενεργοποιεί προσπάθειες οικειοποίησης, κατανόησης, καινούριας νοηματοδότησης από την πλευρά του αναγνώστη. Αυτή η ετερότητα δεν περιορίζεται βέβαια στις μυθικές αναδημιουργίες μέσα σε ένα έργο. Αντιθέτως, συχνά τονίζεται ως η κινητήρια δύναμη που θα ωθήσει τη συγκριτική έρευνα, με αφορμή οποιοδήποτε «ξένο» στοιχείο εντοπιστεί στην κειμενική επιφάνεια (π.χ. ένα motto, ένα δείγμα αλλογλωσσίας, ένα παράθεμα). Όμως στην περίπτωση του μύθου, από τη μια πλευρά σε αναγνωρίσιμες μορφές της ιστορίας του, η εγγραφή των εικόνων του στην πολιτισμική μνήμη του αναγνωστικού κοινού, το εύρος της γνωσιακής απορίας που μπορεί να εμπεριέχει, κι από την άλλη ο αινιγματικός του κόσμος, οι καινοτόμες ή ακόμα και πειραματικές αναδιατυπώσεις του, τονίζουν αυτή την αντίθεση που ενυπάρχει σε κάθε εκδήλωσή του.