Στον Διαφωτισμό, όπως π.χ. στον Bernard de Fontenelle (De l’origine des fables, 1724), ο μύθος αντιμετωπίζεται υποτιμητικά ως προϊόν της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας και παράδειγμα πρωτόγονης σκέψης. Ο πρώτος που του προσδίδει νέο κύρος αμφισβητώντας το πλασματικό του υπόβαθρο είναι ο Christian Gottlob Heyne (1729 -1812), ο οποίος χρησιμοποιεί τον μύθο ως πηγή ιστορικής γνώσης και για αυτό, άλλωστε, αρνείται ότι οι μύθοι είναι έργο των ποιητών (Scheer 2014, 12). Ο Johann Gottfried Herder (1744-1803), επηρεασμένος από τον Giambatista Vico, που είδε στον μύθο τη γλώσσα της ποίησης που δεν ήταν παρά απότοκο της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του, προέτρεψε τους ποιητές να χρησιμοποιούν τους μύθους ως πρώτη ύλη. Ο Herder δεν ενδιαφερόταν τόσο για τη σχέση μύθου και πραγματικότητας, όσο για τη δημιουργική επεξεργασία του μύθου εκ μέρους των ποιητών. Για τον Herder ο μύθος δεν είναι παρά έκφραση μιας πρωταρχικής «φυσικής» ποίησης (Nicholls 2014, 47).
Από τον Herder επηρεάστηκε ο γερμανικός ρομαντισμός, στο πλαίσιο του οποίου όχι μόνο διατυπώθηκε το αίτημα δημιουργίας μιας νέας μυθολογίας μέσω της λογοτεχνίας και συνδέθηκε η έννοια του μύθου με την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, αλλά και εντάθηκε το ενδιαφέρον για την ινδική μυθολογία και τη μυθολογία της Άπω Ανατολής (Müller 2002, 332-333). Έτσι, ο ρομαντισμός εξέθρεψε τόσο την αναζήτηση εθνικών μυθολογιών, όσο και τη στροφή στην λαϊκή παράδοση, αλλά οδήγησε και στην ανάπτυξη της εθνολογικής σκέψης. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο εξωτισμός και η επιχείρηση επεξεργασίας λαϊκών μύθων και θρύλων στη λόγια λογοτεχνία αναπτύσσονται και τα δύο κατά τον 19ο αιώνα, συμπίπτουν δηλαδή χρονικά.