Η μία και μοναδική αναφορά στις Σειρήνες στο Άξιον εστί (1959) του Ελύτη βρίσκεται στον Β΄ Ύμνο του συνθέματος. Καθώς είναι απολύτως συνδεδεμένη με τον Όμηρο, τη φωνή, το τραγούδι, αλλά και την ελληνική γλώσσα και, άρα, και την ελληνική ταυτότητα, έρχεται σε αντίθεση και με τον Kafka και με τον Borges. Αν προσέξουμε, όμως, θα δούμε ότι στο ποίημα τα πρώτα λόγια των Σειρήνων συνδέονται με τα πρώτα μαύρα ρίγη που επαναλαμβάνονται δύο φορές, όπως ακριβώς συνδέονται τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι, τα οποία, επίσης, επαναλαμβάνονται δύο φορές. Ξεκινώντας από τον Όμηρο και τελειώνοντας στον Ύμνο (επίσης με διπλές επαναλήψεις), το ποίημα συνδέει την αρχαία με την ορθόδοξη παράδοση έχοντας ως συνεκτικό ιστό την ελληνική γλώσσα.
Από αυτή την άποψη η παρουσία των Σειρήνων στο ποίημα είναι σημαίνουσα, γιατί είναι η φωνή της αρχαίας παράδοσης. Εκπροσωπούν, επίσης, τον πολιτισμό, ως μέρος της ελληνικής μυθολογικής παράδοσης, μια και αντικαθρεφτίζονται στους σπίνους που είναι μέρος της φύσης. Μύθος και φύση μπαίνουν με αυτόν τον τρόπο στην ίδια παραδειγματική σειρά, ενώ ο σαγηνευτικός ήχος, του τραγουδιού και του τιτιβίσματος, συνδέονται μεταξύ τους για να υπογραμμίσουν τη σαγήνη που ασκεί η γλώσσα. Επιτρέπουν, όμως, και την ταύτιση του λυρικού υποκειμένου με τον Οδυσσέα υποδεικνύοντας ότι το ποίημα μπορεί να διαβαστεί ως μια «Οδύσσεια» σε μικρογραφία.
Τα μαύρα ρίγη, όμως, που συνοδεύουν τα πρώτα λόγια των Σειρήνων θυμίζουν πλέον μόνο αμυδρά τον κίνδυνο που επισύρει το άκουσμα του τραγουδιού τους. Και αυτό δεν είναι έργο της Κίρκης… Είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής μεταποίησης που επιτρέπει ο μύθος, η ακτινοβολία του οποίου μας καθοδηγεί να ερμηνεύσουμε το ποίημα παρατηρώντας τις μετατοπίσεις του.