Το βιβλίο των φανταστικών όντων του Jorge Luis Borges πρωτοδημοσιεύτηκε το 1957. Στο βιβλίο αυτό περιέχονται τόσο μυθικά όντα, όπως οι Σειρήνες για τις οποίες γίνεται λόγος στο επιλεγμένο απόσπασμα, όσο και όντα επινοημένα είτε από τον ίδιο τον Borges, είτε από άλλους συγγραφείς.
Στο πέρασμα του χρόνου η εικόνα των Σειρήνων έχει μεταβληθεί. Ο Όμηρος, ο πρώτος ιστορικός τους, στο Μ της Οδύσσειας, δε μας λέει με τί έμοιαζαν. Κατά τον Οβίδιο, ήταν πουλιά με κοκκινωπά φτερά και με πρόσωπα νέων κοριτσιών. Κατά τον Απολλώνιο το Ρόδιο, στο πάνω μέρος ήταν γυναίκες και στο κάτω θαλασσοπούλια. Κατά τον Ισπανό συγγραφέα Τίρσο ντε Μολίνα (και σύμφωνα με την οικοσημολογία) ήταν «μισές γυναίκες, μισές ψάρια». Η φύση τους δεν είναι λιγότερο πολυσυζητημένη. Ο Λαμπριέρ στο Κλασικό Λεξικό του τις αποκαλεί νύμφες. Στο έργο του Κίσερατ θεωρούνται τέρατα και στο έργο του Γκριμάλ δαίμονες. Κατοικούν σ’ ένα νησί στη Δύση, κοντά στο νησί της Κίρκης, το πτώμα όμως της Παρθενόπης, που ήταν μια απ’ αυτές, το βρήκαν ξεβρασμένο σε κάποια ακτή της Καμπανίας, όπου κι έδωσε το όνομά της στη φημισμένη πόλη, τη σημερινή Νάπολη. Ο Στράβωνας, ο γεωγράφος, είδε τον τάφο της και παρακολούθησε τους αγώνες που γίνονταν τότε περιοδικά στη μνήμη της.
Η Οδύσσεια μάς λέει ότι οι Σειρήνες γοήτευαν τους ναυτικούς και τους έκαναν να ναυαγούν κι ότι ο Οδυσσέας βούλωσε τ’ αυτιά των κωπηλατών του με κερί και τους έβαλε να τον δέσουν σφιχτά στο κατάρτι ώστε να μπορέσει και ν’ ακούσει το τραγούδι τους αλλά και να γλιτώσει. Οι Σειρήνες για να τον δελεάσουν του υποσχέθηκαν τη γνώση όλων των πραγμάτων αυτού του κόσμου:
Δεν πέρασε απ’ εδώ κανείς με μελανό καράβι χωρίς ν’ ακούσει από κοντά το γλυκολάλημά μας παρά μισεύει χαίροντας που έμαθε κι άλλα ακόμα, τι ξέρουμε όσα τράβηξαν μέσ’ στην πλατειά Τρωάδα και Τρωαδίτες κι Αχαιοί, καθώς οι Θεοί τα ορίσαν και ξέρουμε όσα γίνονται στη γης την πολυθρόφα...
Ένας μύθος, που κατέγραψε ο μυθολόγος Απολλόδωρος στη Βιβλιοθήκη του, λέει ότι ο Ορφέας τραγούδησε πάνω στο πλοίο των Αργοναυτών πιο γλυκά απ’ τις Σειρήνες, που ύστερα απ’ αυτό ρίχτηκαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε βράχια, γιατί ήταν γραφτό τους να πεθάνουν όταν θα περνούσε απαρατήρητη η γοητεία τους. Η σφίγγα, επίσης, ρίχτηκε από έναν γκρεμό σαν λύθηκε το αίνιγμά της.
Τον έκτο αιώνα πιάσανε στη Βόρεια Ουαλλία μια σειρήνα, τη βαφτίσανε και, σε κάποια παλιά ημερολόγια, πήρε τη θέση μιας αγίας κάτω απ’ το όνομα Μάργκεν. Μια άλλη, το 1403, γλίστρησε από μια ρωγμή σε μια τάφρο κι έζησε στο Χάρλεμ, μέχρι την ημέρα του θανάτου της. Κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει τη γλώσσα της, την έμαθαν, όμως, να υφαίνει και λάτρευε το σταυρό σαν από ένστικτο. Ένας χρονικογράφος του δέκατου έκτου αιώνα ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν ψάρι, αφού ήξερε να υφαίνει, και ότι δεν ήταν γυναίκα, αφού μπορούσε να ζήσει στο νερό.
Η αγγλική γλώσσα κάνει τη διάκριση μεταξύ της κλασικής σειρήνας και της γοργόνας, που έχει ουρά ψαριού. Η δημιουργία της τελευταίας μπορεί νά ’χει υποστεί την επίδραση των Τριτώνων, που ήταν κατώτερες θεότητες στην αυλή του Ποσειδώνα.
Στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα την επανάσταση των οχτώ ομόκεντρων ουρανών την κατευθύνουν οκτώ Σειρήνες.
Χόρχε Λούις Μπόρχες (με συνεργασία Μαργαρίτας Γκουερέρο), «Οι Σειρήνες». Το βιβλίο των φανταστικών όντων, μτφρ. Γιώργος Βέης, Εκδόσεις Libro, Αθήνα 1983, σ. 181-182.