Από τη δεκαετία του 1960 που η γραμματολογία άρχισε εντατικά να ασχολείται με τον μύθο αναπτύσσοντας διάφορα μοντέλα ερμηνείας της σχέσης λογοτεχνίας-μύθου και εισάγοντας παράλληλα νέους όρους όπως μυθοκριτική (Brunel 1992), μυθοποιητική (Brunel 2003) ή συγκριτική ποιητική μύθου (Heidmann 2003), οι κριτικοί επεδίωξαν να διατυπώσουν μεθοδολογικά κριτήρια για την ανάλυση των λογοτεχνικών μετασχηματισμών του μύθου. Αν στις αρχές η ενασχόληση με τον μύθο κυριαρχείται από μια φιλοσοφική και εθνο-ανθρωπολογική οπτική (Bachelard 1968· Durand 1969), η οποία αντιμετωπίζει τον μύθο ως αμετάβλητη, παγκόσμια αφηγηματική κατασκευή και, άρα, τα λογοτεχνικά κείμενα ως απλά μέσα διατήρησης και επιβίωσης αυτής της καθολικής και κοινής για όλους τους μύθους δομής, η έρευνα κινήθηκε προς την ανάπτυξη νέων κριτικών μεθόδων και εργαλείων ανάλυσης.
Έτσι, π.χ., ο Pierre Albouy (1969) ορίζει τον λογοτεχνικό μύθο διαχωρίζοντάς τον από το θέμα. Αν το θέμα συνίσταται στην παρουσία ενός μυθικού ήρωα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, ο λογοτεχνικός μύθος είναι η λογοτεχνική επεξεργασία και ο δημιουργικός μετασχηματισμός μυθικών αφηγήσεων. Στηριζόμενοι στις θέσεις του Albouy οι Brunel, Pichois & Rousseau (1998) συνδέουν τον λογοτεχνικό μύθο με ήρωες και με αφηγήσεις που δεν έχουν τις ρίζες τους στην προφορικότητα. Όπως σημειώνει ο Σιαφλέκης (1998, 7), ο λογοτεχνικός μύθος συνδέεται με αυτόν τον τρόπο και με ήρωες που ανήκουν «είτε στην ελληνορωμαϊκή, είτε στη νεότερη δυτικοευρωπαϊκή γραμματεία. Έτσι, ο λογοτεχνικός μύθος επεκτείνεται και σε πρόσωπα των νεότερων χρόνων, τα οποία οφείλουν τη μυθοποίησή τους στην εξαιρετική τους λογοτεχνική τύχη».
Η στροφή στη μελέτη των λογοτεχνικών μύθων τη δεκαετία του 1980 συνέπεσε με την εμφάνιση της μυθοκριτικής (Brunel 1992), τη διάκριση μύθου, θέματος και μοτίβου, οδηγώντας στην υιοθέτηση μιας νέας ορολογίας, που περιλαμβάνει τους όρους ανάδυση, ευλυγισία και ακτινοβολία. Όπως εξηγεί η Λητώ Ιωακειμίδου,
Η ανάδυση μυθολογικών στοιχείων σε ένα κείμενο θέτει το ακανθώδες ζήτημα της ταυτοποίησης. […] Η ευλυγισία έχει διττή υπόσταση, ή μάλλον επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε το λογοτεχνικό αποτέλεσμα ως σύνθεση δύο «δυνάμεων», της προσαρμογής των μυθολογικών στοιχείων στο νεότερο κείμενο και της αντίστασης που ασκεί ταυτόχρονα ο μυθικός πυρήνας. […] [Τέλος] η λειτουργία της ακτινοβολίας είναι […] αυτή που τίθεται σε απόλυτη αντιπαράθεση προς μια παραδοσιακή, συγκαταβατική αντιμετώπιση του μύθου μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο.
Κάτι που σημαίνει ότι στο πλαίσιο της μυθοκριτικής η παρουσία ενός μυθικού στοιχείου σε ένα κείμενο όσο μικροσκοπικό και αν είναι, ακόμα και αν είναι μία μόνο λέξη ή συναντάται σε λανθάνουσα μορφή, έχει ουσιώδη σημασία για την ερμηνεία του και, άρα, πρέπει να εξετάζεται ως φορέας ιδεολογικού και αισθητικού νοήματος. Ενδεικτικό παράδειγμα ακτινοβολίας είναι ο Οδυσσέας του James Joyce, του οποίου ο τίτλος αναγκάζει εξαρχής τον αναγνώστη να συνδέσει το κείμενο με την Οδύσσεια του Ομήρου.
Από την άλλη, η ευλυγισία του μύθου, η αντίσταση του μυθικού πυρήνα, ο σκελετός του, που παραμένει εν πολλοίς αναλλοίωτος, και η προσαρμοστικότητά του, που του δίνει τη δυνατότητα να μεταφέρει νέα μηνύματα, είναι που καθιστούν τον μύθο μια ελκυστική πρώτη ύλη για τη λογοτεχνία. Μια απόδειξη αυτής της διττής υπόστασης του μύθου είναι ο μύθος της Φαίδρας. Σε όλες τις λογοτεχνικές επεξεργασίες του μύθου ο έρωτας που αισθάνεται η Φαίδρα, δεν βρίσκει ανταπόκριση, αλλά κάθε εκδοχή της μυθικής σχέσης μεταξύ μητριάς και προγονού είναι διαφορετική. Έτσι, από τον Ευριπίδη, τον Σενέκα και τον Ρακίνα μέχρι τη Sarah Kane, και από τον Οβίδιο μέχρι τον Γιάννη Ρίτσο, ο μύθος της Φαίδρας έχει υποστεί μεγάλες μεταλλάξεις παραμένοντας, ωστόσο, στον πυρήνα του ο ίδιος.