Αν δεχτούμε την άποψη του Derrida ότι η δυτική μεταφυσική και ο μύθος είναι αξεδιάλυτα συνδεμένα μεταξύ τους, θα πρέπει να αναζητήσουμε στη λειτουργία του μύθου στη λογοτεχνία τη μεταφυσική του διάσταση. Και αυτή μπορεί να μην έγκειται απαραίτητα στην ιστορία που διηγείται, αλλά στη διακειμενική του σχέση με όλα τα κείμενα που προηγήθηκαν και με τα οποία συνομιλεί, μια σχέση που, παρόλο που παρουσιάζεται ως σχέση καταρχήν ταυτότητας, είναι μια σχέση διαφοράς. Μπορεί να έγκειται στην εμφανή αποδόμηση, αποκατασκευή του μύθου, στην προβολή της δύναμης του κειμένου να αντιστέκεται στην παράδοση, στην οποία όμως ανήκει, δηλαδή σε μια ετερότητα που υποσκάπτει και επιβεβαιώνει ταυτόχρονα την ταυτότητα.
Μπορεί, όμως, ο μύθος να είναι μόνο η γλωσσική αποτύπωση μιας «δέσμης σχέσεων» που είναι πιο σύνθετη από εκείνες που συναντάμε σε μια οποιαδήποτε γλωσσική έκφραση (Lévi-Strauss 2010, 261)· ή η υπερ-σημειοδότηση, η μετατροπή ενός γλωσσικού συστήματος σε πραγματολογικό, όπως ισχυρίζεται ο Roland Barthes (Barthes 1979, 232)· ή να είναι, όπως προτείνει ο Jean-Pierre Vernant, φορέας «μιας λογικής που δεν θα είναι εκείνη της δυαδικότητας, του ναι ή του όχι, μιας λογικής άλλης από τη λογική του λόγου» (Vernant 2005, 263)· ή να είναι απλά η κατασκευή ενός «αχρονικού» μηνύματος που επιδέχεται πολλές διαφορετικές περιβολές, πολλές διαφορετικές διατυπώσεις και βρίσκει συνεχώς μεταφορείς, μεταπράτες και αποδέκτες.
Και σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στην επισήμανση του Pierre Brunel, ότι ο μύθος, επειδή ακριβώς αποτυπώνει αντιφατικές έννοιες, «μπορεί να γίνει ένζυμο για τη λογοτεχνία που αψηφά τον χρόνο, ένας ζωντανός πυρήνας για το έργο που τον εμφανίζει μέσα στη διαφάνεια του» (Brunel 1992, 71).