Στο ποίημα «Εις Ανδρέαν Κάλβον», ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί την παρωδία προς επίρρωσιν του νέου μηνύματος, δίχως να εμπλέκει το κωμικό στοιχείο, καθώς δεν υπάρχει ασυμβατότητα ύφους ανάμεσα στο πρότυπο και στο νέο κείμενο. Στόχος της ειρωνείας του είναι η σύγχρονή του Ελλάδα. Η παρωδία της ηρωικής ποίησης του Κάλβου συνανασύρει όχι μόνο το υψηλό ύφος του αλλά και έναν άλλο κώδικα αξιών που λειτουργεί αντιστικτικά προς την έκπτωση της Ελλάδας του Θ. Πάγκαλου. Βλ. Netillard 1992, 13-33 και Κωστίου 2005, 211-213.
Ω μεγάλε Ζακύνθιε, των ωδών σου τα μέτρα, υψηλά, σοβαρά, τους αγώνες εκάλυπτον εκτεταμένους.
Της δουλείας τα βάρβαρα σκοτάδια κατεξέσχισεν, όταν εγράφη πύρινος, η αστραπή των όπλων (και η αρετή σου).
Ως ήλιος, αναβάν τον Όλυμπον, εστάθη πάνω εις γυμνά χωράφια, εις ανθισμένα ερείπια, γνώριμον κλέος.
Αλλά το θείον έναυσμα η φωνή σου δεν είναι τώρα πλέον. Μας έρχεται μακρινός και παράταιρος ήχος τυμπάνου.
Ολόκληρος αιών, χείμαρρος, την Ελλάδα, ταραγμένος, εσάρωσεν από τα ιδανικά σου, την οικουμένην.
Κράτει λοιπόν, ω γέροντα, την επιτύμβιον πλάκα. Το πεπαλαιωμένον σου τραγούδι κράτει. Φύγε, παραίτησόν μας.
Ή, αν προτιμάς, εξύμνησον αντίς γεγυμνωμένων ξιφών, όσα μαστίγια προς θρίαμβον επισείονται των καφενείων.
Ίππους δεν επιβαίνουσι, αμή την εξουσίαν και του λαού τον τράχηλον, ιδού, μάχονται οι ήρωες μέσα εις τα ντάνσιγκ.
Τις δάφνες του Σαγγάριου η Ελευθερία φορέσασα, γοργά από μίαν χείρα σ’ άλλην περνά και σύρεται, δούλη στρατώνος.
Καθώς, όταν την εύκολον λείαν αποκομίσει, φεύγει, διστάζει, κι έπειτα σε μια γραμμήν ελίσσεται πλήθος μυρμήγκων,
μεγάλα προπορεύονται έντομα, μέγα φέροντα βάρος, ακολουθούσι, με φορτίο ελαφρότερο, μικρότερα άλλα,
και δε βλέπουν στο πλάγι τους το παιδάκι που στέκει να γελά τον αγώνα των, και δεν βλέπουν ότι ύψωσε τώρα το πέλμα —
ούτω την χώρα νέμεται η στρατιά της ήττης, του λαού την απόφασιν, άτεγκτον, φοβεράν, περιφρονούσα.
Αλλά τί λέγω; Θρήνησε, θρήνησε την πατρίδα, νεκράν όπου σκυλεύουν αλλοφρονούντα τέκνα της, ω Ανδρέα Κάλβε.
Μικράν, μικράν, κατάπτυστον ψυχήν έχουν αι μάζαι, ιδιοτελή καρδίαν, και παρειάν αναίσθητον εις τους κολάφους.
Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .