Ένα εξαιρετικό παράδειγμα ιστορικά προσδιορισμένου σατιρικού προσωπείου απαντά στο ποίημα «Το όνειρο» του Διονυσίου Σολωμού: αναθέτοντας τη σατιρική επίθεση στον προγενέστερό του σατιρικό ποιητή Νικόλαο Κουτούζη, ο Σολωμός αποστασιοποιείται από τις κατηγορίες εναντίον του διεφθαρμένου πολιτικού Ιωάννη Μαρτινέγκου, ο οποίος αποτελεί θύμα της σατιρικής επίθεσης, αλλά και από τον υποκριτικό κοινωνικό περίγυρο, ενώ συγχρόνως αυξάνει την οξύτητα του σατιρικού του λόγου (Τσαντσάνογλου 1979· Κωστίου 1998).
Εις την ώρα που σκιασμένος και παράξενα ντυμένος βγαίν’ ο κλέφτης για να κλέψει κι ο φονιάς για να φονέψει — σ’ άλλους τόπους εννοώ κλεψιές, φόνους, κι όχι εδώ — είδα έν’ όνειρο μουρλό, και θα το διηγηθώ.
Μες στο νου μου η ψεσινή, η περίφημη θανή, μίαν εντύπωση είχε αφήσει, π’ ο καιρός δε θα τη σβήσει· και στον ύπν’ ο λογισμός μου την ξανάφερεν ομπρός μου. Στ’ όνειρό μου αγρίκαα πάλι τον παπά Τσετσέ να ψάλλει, με την τάξη τσ’ Εκκλησίας· όμως έκαν’, εξ αιτίας τ’ όνειρού μου του μουρλού, τη φωνή του κουνουπιού. — Πλήθος έβλεπα λαμπάδες και καπίτολα· οι παπάδες, τα φελόνια φορεμένα, ποιος καινούρια, ποιος σχισμένα, σοβαρά περιπατώντας, τη λιρόνα μελετώντας, ξαστοχούν τον πεθαμένο κι έχουν το κερί σβημένο. Έκαναν φωνές και γέλια τα παιδιά με τα βατσέλια· κι ο καπνός του μοσχολίβανου από τα λιβανιστήρια έμπαινε στα παρεθύρια. Πολλοί ανθρώποι ακολουθούσαν και περίλυπα ετηρούσαν, γέρνοντας τες κεφαλές τους και μιλώντας για δουλειές τους. Αλλά στα καμπαναρία δεν είν’ τέτοια αδιαφορία· Οι καμπάνες πλερωμένες έκαναν σαν βουρλισμένες. Κι αφού είδα, ένα προς ένα, ούλα εκειά που ’χα ιδωμένα, τρέχει τ’ όνειρο και μπαίνει μέσα στη Φανερωμένη.
Ήτανε στην εκκλησία λίγο φως και πολλή ερμία· και κοντά στο ξυλοκρέβατο ξάφνου αγρίκησα να βγει ένα σκούξιμο μακρύ. Ότι ελόγιασα πως θά ’ναι από τόσους ένας κάνε που ελυπήθηκε και σκούζει… νά σου ο ίσκιος του Κουτούζη! […]
Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .