Ένα από τα ζητήματα που διχάζουν τους μελετητές της λογοτεχνικής σάτιρας αφορά τις νόρμες, εφόσον κάποιοι κριτικοί θεωρούν ότι στόχος της σάτιρας είναι η ηθική αναμόρφωση, ενώ άλλοι ότι η σάτιρα δεν έχει ηθική. Ωστόσο, ακόμη και όταν η σάτιρα δεν γίνεται καταγγελία, στηρίζεται σε κάποιες νόρμες. Αυτή η συνθήκη ισχύει όχι μόνο για την παραδοσιακή, διδακτική σάτιρα αλλά και για τη σύγχρονη αμυντική ή φιλοσοφική σάτιρα: εφόσον η σάτιρα εμπεριέχει κριτική, ο σατιρικός συγγραφέας οφείλει να καταστήσει σαφές τί θεωρεί αρνητικό. Το αντικείμενο επίθεσης πρέπει να είναι πραγματικό, υπαρκτό και, κατά την κοινή αντίληψη, κακό. Επιπλέον, ο πλάγιος τρόπος της σάτιρας αναγκάζει τον σατιρικό συγγραφέα να προσδιορίσει τις νόρμες της δράσης, των ιδεών και της αλήθειας, που εκφράζονται στο έργο. Ο καθορισμός της νόρμας, όμως, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται απλός, δημιουργεί προβλήματα τόσο στη θεωρία όσο και στην ανάγνωση της λογοτεχνίας, διότι εύλογα προκύπτουν ερωτήματα όπως τα παρακάτω: με βάση τίνος την ηθική ορίζεται η νόρμα; Υπάρχει μια συμπαντική ηθική; κ.ο.κ. Από τις ποικίλες απαντήσεις που έχουν δοθεί στα παραπάνω ερωτήματα η άποψη που αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα του φαινομένου, είναι αυτή που συνδέει την πολυπλοκότητα του ζητήματος με την ανθρώπινη συνθήκη αλλά και με την ερμηνευτική διαδικασία:
Η νόρμα της μεγάλης σάτιρας πολύ συχνά προσεγγίζει την πολυπλοκότητα του ίδιου του ανθρώπινου φαινομένου· και το ανθρώπινο φαίνεται να είναι αυτό που αναζητούν οι μεγάλοι σατιρικοί, ακόμη και αν, καθώς υποστήριξε ο Freud, μπορεί να παρακινούνται από την ανάγκη να εκφράσουν εχθρικότητα ή να εκτονώσουν την ενέργειά τους.
Προκειμένου ο αναγνώστης να εντοπίσει τις νόρμες του έργου, πρέπει να σπάσει το έργο, ιδίως αν πρόκειται για έργο του μοντερνισμού, και να ανασυνθέσει τα θραύσματά του, υπερβαίνοντας τη συνήθειά του να συλλαμβάνει τις κατηγορίες της πραγματικότητας μέσα από αντιθετικά σχήματα.
Αν και πρόθεση της σάτιρας είναι η κριτική, ό,τι παρακινεί τον συγγραφέα της σάτιρας, παράλληλα με την ενδεχόμενη οργή, είναι η αισθητική επιθυμία να εκφραστεί και όχι η ηθική επιθυμία να αναμορφώσει. Ιδίως η σάτιρα του 20ού αιώνα δεν έχει τον διορθωτικό χαρακτήρα της σάτιρας του 19ου αιώνα (π.χ. του Ανδρέα Λασκαράτου)· είναι περισσότερο έκφραση μιας απογοητευμένης συνείδησης που γνωρίζει καλά το ανέφικτο οποιασδήποτε διορθωτικής παρέμβασης (π.χ. η σάτιρα του Κ.Γ. Καρυωτάκη ή του Γιώργου Σεφέρη). Για αυτόν τον λόγο το βασικότερο όχημα της μοντέρνας σάτιρας είναι η ειρωνεία.