Οι ταξινομήσεις της ειρωνείας φαίνεται να είναι όσοι και οι μελετητές της, ενώ τα σημεία στα οποία υπάρχει ομοφωνία, αφορούν στους παραδομένους από παλαιότερα κοινούς κριτικούς τόπους, όπως για παράδειγμα την αντίφραση. Η προσπάθεια να οριστεί η ειρωνεία έχει εύστοχα χαρακτηριστεί «απόπειρα να συγκεντρώσει κανείς την ομίχλη», και η ίδια η ειρωνεία «μητέρα της σύγχυσης» (Muecke 1980, 3· Booth 1974, 1). Εξίσου ανεπιτυχείς έχουν αποδειχτεί και οι απόπειρες διάκρισης του χιούμορ από την ειρωνεία. Κοινός τόπος σε όλες τις παλαιότερες απόπειρες ορισμού της ειρωνείας είναι η έννοια της διττότητας, έννοια τελείως ανεπαρκής, εφόσον υπάρχει στον ορισμό των περισσότερων συγγενικών όρων (μεταφορά, σύμβολο, αλληγορία, γκροτέσκο, φάρσα κτλ.). Εφόσον, λοιπόν, ο ορισμός της ειρωνείας μοιάζει να είναι ακατόρθωτος, ένας εναλλακτικός τρόπος ορισμού είναι ο εντοπισμός της διαφοράς της από τους συναφείς με αυτήν όρους.
Οι περισσότεροι μελετητές φαίνεται να συμφωνούν ότι η σχέση σάτιρας και ειρωνείας είναι σχέση μέσου προς αποτέλεσμα. Η μοντέρνα σάτιρα χρησιμοποιεί πολύ συχνά ως όχημά της την ειρωνεία. Επίσης, η ειρωνεία μπορεί να χρησιμοποιεί στοιχεία τόσο του κωμικού όσο και του τραγικού. Τόσο η ειρωνεία όσο και η μεταφορά ξεκίνησαν ως ρητορικά τεχνάσματα και διευρύνθηκαν μέσα στο πλαίσιο του ρομαντισμού. Μια ουσιαστική διαφορά τους είναι ότι η μεταφορά λειτουργεί προσθετικά, με την έννοια ότι συνδέει μεταξύ τους δύο προηγουμένως άσχετα πράγματα και δεν εμπεριέχει τίποτε παράδοξο, ενώ η ειρωνεία, αντιθέτως, λειτουργεί αφαιρετικά, με την έννοια ότι συνήθως ακυρώνει μια ιδέα ή μια έννοια, και είναι από τη φύση της παράδοξη. Επιπλέον, η ειρωνεία, αντίθετα με τη μεταφορά, έχει μια έντονα πολιτική διάσταση (Hutheon 1995, 35). H ειρωνεία σχετίζεται αρκετά συχνά και με το γκροτέσκο. Στο γκροτέσκο, όπως επισημαίνει ο Muecke,
οι όροι της αντίθεσης (oργανικό-ανόργανο, γελοίο-γοερό, σοβαρό-ανόητο, ωραίο-άσχημο, ήρεμο-βίαιο) παραμένουν ενοχλητικά ασυσχέτιστοι μεταξύ τους, ενώ, στην ειρωνεία, αν η ένταση δεν λυθεί, με την αναγνώριση της μιας πραγματικότητας ως φαινομενικής, τουλάχιστον αυτή η ένταση ξεπερνιέται καθώς γίνεται ειρωνικά αποδεκτή ως κανονική. Το γκροτέσκο είναι πιο συγκινησιακό, ενώ η ειρωνεία διανοητική.
Η δυσκολία να διακρίνει κανείς μεταξύ τους τους όρους, που βρίσκονται σε στενή εννοιολογική συνάφεια, προκύπτει εν μέρει από το γεγονός ότι άλλοτε συνεργάζονται στενά και άλλοτε αυτονομούνται, και εν μέρει από τη διαφορετική αντίληψη που έχει κάθε εποχή για έννοιες με ευμετάβλητο περιεχόμενο, όπως κωμικό, σατιρικό κ.ο.κ.