Στη μελέτη του ο Schoentjes επιχειρεί τη διάκριση μεταξύ ειρωνείας και χιούμορ με βάση τη διάκριση γέλιου και χαμόγελου.
Ενώ το γέλιο είναι ανεξέλεγκτο, το χαμόγελο διέπεται από μέτρο: συνοδεύει σε διάρκεια ένα συλλογισμό που προκάλεσε η ειρωνεία. Γι’ αυτό τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι το γέλιο άπτεται του συγκινησιακού, ενώ η ειρωνεία είναι πιο διανοητικό φαινόμενο. Το χαρακτηριστικό, βαθμιαίο σβήσιμο του γέλιου, που υποδαυλίζεται από την αντίθεση όμορφου-άσχημου, γκροτέσκου-σοβαρού, υποδηλώνει επίσης ότι συχνά το γέλιο απευθύνεται περισσότερο στις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Είναι μια ευαισθησία του πνεύματος που οδηγεί σε σιγή τη λογική, ενώ η ειρωνεία την ξυπνά, θέτοντας σε κίνηση μια διαλεκτική, η κατάληξη της οποίας δεν είναι αναγκαστικά εν των προτέρων γνωστή στο μέτρο μάλιστα που η ειρωνεία είναι ένας τρόπος έμμεσος και συγκαλυμμένος, ενώ το χιούμορ και το κωμικό είναι πρακτικές ευθείες και ανοιχτές.
Pierre Schoentjes, Poétique de l’ironie, Inédit, Παρίσι 2001, σ. 222-223. Μτφρ. για τους Σελιδοδείκτες: Κατερίνα Κωστίου.