Η παρωδία συχνά συγχέεται με το pastiche από το οποίο, ωστόσο, πρέπει να διακρίνεται χάρη στη μεταμόρφωση και την κριτική απόσταση που ενέχεται στη διαδικασία της παρωδιακής μίμησης. Όπως επισημαίνει ο Schoentjes,
η αναφορά σε ένα πρότυπο που προσπαθεί κανείς να αναπαράγει, σε συνδυασμό με την ιδέα του δανείου, μας ωθεί να δούμε στο pastiche μια άσκηση ύφους η οποία βασίζεται στο διακείμενο. Η εργασία της μίμησης μπορεί να πάρει δύο κατευθύνσεις: στοχεύει είτε να πλησιάσει μια γραφή που ο δημιουργός του pastiche θαυμάζει και αντιγράφει, διότι βλέπει σ’ αυτήν μια μορφή τελειότητος, είτε να ιδιοποιηθεί μια γραφή, για να δείξει τα ελαττώματά της. Με την πρώτη της σημασία, η λέξη pastiche καλύπτει γραφές που ξεκινούν από την απόδοση τιμής και φτάνουν στη λογοκλοπή, περνώντας από διάφορες μορφές γραφής, κατάλληλες για τους επιγόνους. Η δεύτερη σημασία καλύπτει πρακτικές που εκτείνονται από την παιγνιώδη διάθεση ώς τη σάτιρα περνώντας από όλες τις δυνατές αποχρώσεις της παρωδίας.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η βασική διάκριση είναι η προσκόλληση του pastiche στο πρότυπο και η μη ύπαρξη χάσματος. Η συχνή σύγχυση του pastiche με την παρωδία οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά η παρωδία χρησιμοποιεί το pastiche, όπως π.χ. στο ποίημα «Τί είπε η γκαμήλα (παστίτσιο)» του Γιώργου Σεφέρη, το οποίο παρωδεί το τέλος του Ε΄ μέρους της Έρημης Χώρας του T.S. Eliot, με τίτλο «Τί είπε ο κεραυνός». Στο ποίημα αυτό, ο Σεφέρης χρησιμοποιώντας την τεχνική του pastiche, μέσω της οποίας δομεί ποικίλα σπαράγματα της ελληνικής, κυρίως, ποιητικής παράδοσης, παρωδεί το ελιοτικό απόσπασμα, με στόχο να σχολιάσει κριτικά τη μεσοπολεμική Ελλάδα, την ποιητική παραγωγή της εποχής του και τη δική του ποιητική γραφή (Κωστίου 2015).
Η παρωδία συγχέεται ακόμη με το μπουρλέσκο, την παράθεση, τον υπαινιγμό, τη διακειμενικότητα και την αυτοαναφορικότητα, λόγω μιας βασικής κοινής συνθήκης: όλοι οι παραπάνω όροι συνήθως αναφέρονται σε ένα άλλο κείμενο. Ωστόσο, αν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όχημα της παρωδίας, διαφέρουν από αυτήν ως προς την πρόθεση, τη λειτουργία και το εύρος της διακειμενικής εμβέλειας. Το μπουρλέσκο είναι ευρύτερος όρος, του οποίου βασικό χαρακτηριστικό είναι το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό, ενώ η παρωδία μπορεί να είναι μια έκφανσή του. Η παράθεση και η παρωδία διαχωρίζονται χάρη στην κριτική απόσταση που υπάρχει στη δεύτερη, συνθήκη που λείπει από την πρώτη. Ο υπαινιγμός λειτουργεί μέσω της αντιστοιχίας και όχι μέσω της διαφοράς. Η διακειμενικότητα και η αυτοαναφορικότητα είναι ευρύτεροι όροι, εφόσον η παρωδία είναι μόνο μια εκδοχή διακειμενικότητας και αυτοαναφορικότητας. Όσον αφορά την πολυσυζητημένη σχέση της παρωδίας με τη σάτιρα και την ειρωνεία, η παρωδία μπορεί να είναι στην πρόθεσή της σατιρική, ενώ είναι πάντα ειρωνική, εφόσον εισηγείται την ύπαρξη δύο κειμένων. Όπως επισημαίνει η Hucheon
τόσο η παρωδία όσο και η σάτιρα προϋποθέτουν κριτική απόσταση και ως εκ τούτου ενέχουν αξιολογήσεις· αλλά η σάτιρα γενικώς χρησιμοποιεί την απόσταση για να κάνει μια αρνητική δήλωση για το αντικείμενό της· ενώ στη μοντέρνα παρωδία δεν υπάρχουν απαραίτητα αρνητικές κρίσεις στην ειρωνική αντιπαράθεση των κειμένων. Η παρωδία παρεκκλίνει από μια αισθητική νόρμα, αλλά και την εμπεριέχει ως υλικό υποδομής.
Η παρωδία, αλλά και η σάτιρα και η ειρωνεία είναι επιτηδευμένες μορφές έκφρασης και ιδιαίτερα απαιτητικές, όσον αφορά τόσο τη συγγραφή όσο και την ανάγνωση. Η ειρωνεία παίζει πρωτεύοντα ρόλο τόσο στη σάτιρα όσο και στην παρωδία. Όπως επισημαίνει η Rose, αναφορικά με τη σχέση ειρωνείας και παρωδίας,
και οι δύο έννοιες συγχέουν τις κανονικές διαδικασίες επικοινωνίας προτείνοντας περισσότερα του ενός μηνύματα στον αναγνώστη, πράγμα που μπορεί να υπηρετεί τη συγκάλυψη του πραγματικού μηνύματος προς αποφυγή μιας άμεσης ανάγνωσης.
Η παρωδία αποτελεί έναν τρόπο αυτοαναφορικότητας και διακειμενικότητας, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται μαζί τους, αφού συνιστά κάτι ευρύτερο: μια αυτόνομη μορφή τέχνης με σύνθετη κειμενική λειτουργία· παράλληλα, είναι ένας τρόπος χειρισμού της τεράστιας λογοτεχνικής κληρονομιάς και μια μορφή «ανακύκλωσης της τέχνης» (Rabinowitz 1980, 241). Η παρωδία ευημερεί σε περιόδους μεγάλων πνευματικών απαιτήσεων, και αποτελεί το «αριστοκρατικότερο είδος» (Βαγενάς 2002) όχι μόνο στο επίπεδο της παραγωγής αλλά και της πρόσληψης, αφού απαιτεί υψηλή αναγνωστική επάρκεια.