Η παρωδία, γνωστή ως λογοτεχνικός τρόπος από την αρχαιότητα, γνώρισε πολλές μεταμορφώσεις έως σήμερα· η διεύρυνση του όρου ξεκίνησε από τους ρώσους φορμαλιστές, οι οποίοι την αντιμετώπισαν ως καταλύτη της λογοτεχνικής αλλαγής. Η παρωδία βασίζεται στη μίμηση αλλά την υπερβαίνει, εφόσον δραστηριοποιεί τη λογοτεχνική γλώσσα και, σε αντίθεση με άλλες μορφές μίμησης (παράθεση, λογοκλοπή, pastiche κ.ά.), ενεργοποιεί την ερμηνευτική διαδικασία χάρη στη δυσαρμονία που δημιουργεί (Rose 1979, 22). Μία από τις πιο συχνές παρανοήσεις τις κριτικής είναι η αποκλειστική σύνδεση της παρωδίας με τη σάτιρα ή τη διακωμώδηση. Όπως επισημαίνει η Rose,
η ισορροπία ανάμεσα στη στενή μίμηση και παράθεση και στην εκτόπιση του κειμένου-προτύπου, που διακρίνει την παρωδία από άλλα όπλα της λογοτεχνικής σάτιρας (και κριτικής), συνοδεύεται από κωμικό αποτέλεσμα που απολήγει στην εγκαθίδρυση της ασυμφωνίας μεταξύ των κειμένων.
Ενδεχομένως, η παραπάνω σύνδεση να οφείλεται στο γεγονός ότι η σατιρική παρωδία υπήρξε έως τον 20ό αιώνα η πιο διαδεδομένη μορφή παρωδίας. Ωστόσο, τα κίνητρα της παρωδίας ποικίλλουν από την εμπαθή γελοιοποίηση έως τον θαυμασμό και τη συνακόλουθη απόπειρα αναβίωσης ή και ανάπλασης ενός συγγραφέα, έργου ή συγκεκριμένου ύφους. Όπως έχει δείξει η Hutcheon (1985, 20), η παρωδία, αν και συχνά υπονομεύει συγκεκριμένες αισθητικές μορφές, μπορεί να δημιουργεί νέες συνθέσεις και, άρα, να λειτουργεί ως ένας τρόπος «συνέχειας» των λογοτεχνικών ειδών. Και ενώ έχει την εξουσία να παραβιάζει και να υπερβαίνει, συγχρόνως ενδυναμώνει αυτό που υπερβαίνει (Hutcheon 1985, 27). Όπως επισημαίνει η μελετήτρια,
η παρωδία μπορεί να θεωρηθεί μια με κριτική απόσταση «συνέχεια». Γιατί η παρωδία μπορεί μεν πράγματι να λειτουργεί ως διατήρηση ή υπονόμευση άλλων αισθητικών μορφών, μπορεί όμως επίσης, μεταμορφώνοντας παλαιότερες, να δημιουργεί νέες συνθέσεις.
H παρωδία υπήρξε παράγοντας καθοριστικής σημασίας για τη λογοτεχνία κατά τον 20ό αιώνα. Στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού συνδέθηκε με την πολιτική και συγκεκριμένα με τη φύση του σύγχρονου καπιταλισμού (Jameson 1984).