Παρά την τεράστια διεύρυνση του όρου και τη φιλοσοφική κατεύθυνση που ακολούθησε μετά τον στρουκτουραλισμό, η τροπολογική έννοια της ειρωνείας (διατύπωση vs νόημα) και η παραδοσιακή πια τυπολογία των τεχνικών της (Muecke 1980, 64-93) διατηρεί την εγκυρότητά της για την προσέγγιση της λογοτεχνίας. Οι δύο βασικές εκφάνσεις της ειρωνείας, η λεκτική ειρωνεία και η ειρωνεία τον καταστάσεων (Βαγενάς 1994) πραγματώνονται μέσα από διάφορες τεχνικές άμεσα συνδεδεμένες με τη ρητορική του κειμένου και τη συγγραφική φαντασία. Η πιο γνωστή κατηγορία ειρωνείας, συνδεδεμένη με τη φύση του θεάτρου, είναι η δραματική ειρωνεία, που πραγματώνεται όταν η κακοτυχία του θύματος συνοδεύεται από άγνοια της κακής έκβασης (και παράλληλα γνώση αυτής της έκβασης από τον θεατή-αναγνώστη). Η ειρωνεία γίνεται εντονότερη όταν συνοδεύεται από αμφισημία, όταν, δηλαδή, το θύμα λέει κάτι που αληθεύει από διαφορετική άποψη από αυτή που εκείνο πιστεύει. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα δραματικής ειρωνείας συνοδευόμενης από αμφισημία απαντά στο διήγημα του Γ. Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», στη ρήση της μητέρας «ο φτωχός μας ο Χρηστάκης δεν ευρίσκει ησυχία, μόνο παλεύει μεσ’ στο μνήμα του όσαις φορές νιώθει το φονιά του να πατή τα χώματα» (Βιζυηνός 1994, 68), όπου η τελευταία ρήση ισχύει όχι μόνον ως μεταφορά αλλά και ως κυριολεξία.
Μια από τις πιο διαδεδομένες τεχνικές λεκτικής ειρωνείας, σύμφωνα με την τυπολογία που προτείνει ο Muecke, είναι η απρόσωπη ειρωνεία, όταν ο είρωνας είναι άγνωστος ως πρόσωπο, ενώ η ειρωνεία προκύπτει από τα λόγια του. Οι πιο γνωστές τεχνικές μέσω των οποίων πραγματώνεται είναι οι εξής: κατηγορία μέσω επαίνου, έπαινος μέσω κατηγορίας, υποκριτική συμφωνία με το θύμα, υποκριτικό σφάλμα ή άγνοια, υπαινιγμός, αμφισημία, υποκριτική υποστήριξη του θύματος, παραπλανητική παρουσίαση ή εσωτερική αντίφαση, υφολογική σηματοδότηση, παρενδυσία, μπουρλέσκο, ψευδοηρωικό, υποτονισμός, υπερτονισμός, ειρωνική έκθεση. Άλλες εκφάνσεις λεκτικής ειρωνείας είναι η αυτοϋποτιμητική ειρωνεία, η αθώα και η δραματοποιημένη ειρωνεία (Κωστίου 2005, 180-187). Όσον αφορά την ειρωνεία των καταστάσεων, εκτός από τη δραματική ειρωνεία που ήδη αναφέρθηκε, οι πιο γνωστές κατηγορίες που διακρίνει ο Muecke (1980, 99-115· Κωστίου 2005, 187-190), είναι η ειρωνεία της απλής δυσαρμονίας, των γεγονότων, της αυτοεξαπάτησης και του διλήμματος. Οι παραπάνω τεχνικές συνήθως χρησιμοποιούνται συνδυαστικά με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να εντοπιστούν πάντα με ευκολία.
Ανάλογα με την εποχή, η ειρωνεία είτε έχει υποτιμηθεί είτε έχει αναδειχθεί σε αρχή της τέχνης και κριτικό εργαλείο. Και παρά το γεγονός ότι έχει κατηγορηθεί ως ανήθικη και διαστροφική, εν τούτοις συνιστά μια σημαντική αισθητική κατηγορία και, συγχρόνως, όπως επισήμανε ο Jankélévitch (1997, 159-160), «αρχή μέτρου και ισορροπίας» και «συνείδηση πως καμιά αξία δεν εξαντλεί όλες τις αξίες».