Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η ειρωνεία ταυτίστηκε με το χιούμορ. Ωστόσο, όπως συνέβη με την ειρωνεία, πρώτος ο γερμανικός ρομαντισμός, και ιδίως οι απόψεις του Jean Paul, υπήρξε καθοριστικός για την έννοια του χιούμορ, το οποίο απεκδύθηκε την περιοριστική αντίληψη του εκκεντρικού κωμικού στοιχείου, και σφραγίστηκε από τη συνύπαρξη των αντιθέτων. Τον 20ό αιώνα, ακόμη μεγαλύτερη ώθηση προς την κατεύθυνση αυτή έδωσε το 1908 η θεωρία του Luigi Pirandello (1960, viii-xiii), ο οποίος όρισε το χιούμορ ως «αίσθηση ή συνείδηση του αντιθέτου». Έκτοτε ο όρος αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μελετών, τις περισσότερες φορές χρήσιμων και διαφωτιστικών ως προς επιμέρους χαρακτηριστικά του όρου, αλλά αναποτελεσματικών ως προς τη διάκρισή του από άλλους συγγενικούς όρους. Ιδίως η σύγχυση της κριτικής για τη σχέση ειρωνείας και χιούμορ δεν έχει αρθεί (Lang 1990, 4). Οι δύο έννοιες εξακολουθούν να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, ενώ ένα μεγάλο μέρος της κριτικής θεωρεί ότι ο όρος ειρωνεία αφορά τα κείμενα του μοντερνισμού, ενώ ο όρος χιούμορ τα κείμενα του μεταμοντερνισμού. H έννοια του χιούμορ ή ανώτερης ειρωνείας (Deleuze 1994, 182) συνδέθηκε με την πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος συλλαμβάνει τις εποχές και τους πολιτισμούς μέσα από τη δική του οπτική γωνία. Η σημαντικότερη ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο όρων εντοπίζεται στην αντίληψη της αναπαραστατικότητας της γλώσσας: το ειρωνικό κείμενο δομείται γύρω από την ανεπάρκεια της γλώσσας για αυτοέκφραση, συνθήκη που αποτελεί ψευδοπρόβλημα για το χιούμορ· το βασικό πρόβλημα που θέτει το ειρωνικό έργο είναι «η έκφραση του μηνύματος», άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρόθεση, ενώ το χιουμοριστικό έργο εστιάζεται «στην παραγωγή μηνύματος», προσφέροντας μια ποικιλία ενδεχόμενων μηνυμάτων που ενεργοποιούνται από τον αναγνώστη (Lang 1990, 6-7). Παρά τις προσπάθειες των θεωρητικών (κυρίως αμερικάνων και γάλλων) να διαχωρίσουν τις παραπάνω έννοιες και παρά το διαφορετικό φιλοσοφικό υπόβαθρο των προσεγγίσεων, φαίνεται πως στο επίπεδο της ερμηνευτικής διαδικασίας οι διακρίσεις είναι αδύνατες ή ανώφελες.