Ένα από τα ερωτήματα που συχνά τίθεται από την κριτική αφορά στην πρόσληψη της σάτιρας. H σάτιρα συχνά έχει ενοχοποιηθεί για την αρνητική της διάσταση, εφόσον ακυρώνει χωρίς να προτείνει (Émelina 1996, 43). Εξάλλου, το γέλιο, το οποίο συνδέεται άρρηκτα μαζί της, δεν βρήκε ποτέ τη θέση του σε καμία έκφανση του κωμικού (Sareil 1984, 35-37). Ακόμη, η σάτιρα δεν προσφέρει ούτε την κάθαρση της τραγωδίας, ούτε τη φυγή της ρομαντικής λογοτεχνίας, αφήνοντας τον αναγνώστη σε μια αμφίθυμη κατάσταση: από τη μια, του δίνει αίσθηση υπεροχής, από την άλλη, του υπενθυμίζει τη μειονεξία του ανθρώπου (Feinberg 1967, 272). Ακόμη, ένα άλλο μειονέκτημα της σάτιρας έγκειται στο γεγονός ότι διαλύει τις ψευδαισθήσεις του ανθρώπου, οι οποίες όμως συχνά τού είναι απαραίτητες. Εξάλλου, καθώς η λογοτεχνική σάτιρα εξαρτάται από τη γλώσσα και τις κοινωνικές αξίες, η πρόσληψή της επηρεάζεται από τις κοινωνικές αλλαγές και συχνά είναι συνδεδεμένη με την εποχή της. Η απόλαυση που προσφέρει η λογοτεχνική σάτιρα είναι αισθητικής κατηγορίας και, άρα, πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της καλής λογοτεχνίας και να κρίνεται με κριτήρια αισθητικά και όχι κοινωνιολογικά. Όπως έχει δείξει η αναγνωστική εμπειρία, σε βάθος χρόνου διασώζονται μόνο τα σατιρικά κείμενα που συνιστούν καλή λογοτεχνία, αφού η ειδοποιός διαφορά της σάτιρας από τον λίβελλο ή άλλα κείμενα με τα οποία έχει παρεμφερείς στόχους, είναι η λογοτεχνικότητα.
Παρά το γεγονός ότι πριν από τον 20ό αιώνα η σάτιρα υπαγόταν στον ευρύτερο και ευκολότερα ανιχνεύσιμο όρο κωμωδία, και ως εκ τούτου πολλοί κριτικοί θεωρούν ότι είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη σάτιρα και στην κωμωδία, εντούτοις μια γενική αρχή φαίνεται να έχει καθολική ισχύ: ό,τι διαφοροποιεί τη σάτιρα από την κωμωδία είναι ο σκοπός. Η κωμωδία στοχεύει στη διασκέδαση, για αυτό και χαρακτηρίζεται από την τελική ευτυχή έκβαση, ενώ, αντίθετα, η σάτιρα στοχεύει στην κριτική και για αυτό το τέλος της είτε είναι ανατρεπτικό είτε παραμένει ανοιχτό. Όσον αφορά τη σχέση σάτιρας και παρωδίας, η βασική μεταξύ τους διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο στόχος και το σημείο αναφοράς της σάτιρας είναι ένα σύστημα περιεχομένου, ενώ της παρωδίας ένα σύστημα έκφρασης (Dane 1980, 145-146).