Παρωδώντας τη γνωστή ρήση «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (ΚΒ΄: 21), ο Καλοκύρης συνθέτει ένα κείμενο-μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ποικίλες ιστορικές πληροφορίες ή και θραύσματα λόγου, από ιστορικά και άλλα κείμενα, αναμειγνύοντας στο δικό του ύφος υφολογικά στοιχεία του αιρετικού λογίου του Διαφωτισμού. Με πρόσχημα τη βιογραφία του Δαπόντε, ο συγγραφέας διερευνά τα ειδολογικά όρια της βιογραφίας αλλά και την ταυτότητα της δικής του γραφής. Βλ. Κωστίου 2005, 218-220.
Μία, κι αυτή νεανική, οβάλ ξυλογραφία του έχω δει, με κρεμαστό λεπτό μουστάκι να κάθεται ανάμεσα σε τριαντάφυλλα κι από το λίγο παράθυρο ν’ αρμενίζουν βουνά δεξιά με τον άνεμο κουβάρι, στο ανοιχτό βιβλίο του μπροστά και με τη γραφίδα στο χέρι, όπου ο πατέρας του ήθελε να σπουδάσει τα παιδιά, αλλά δεν υπήρχε στο νησί σχολείο εκείνα τα χρόνια, οπότε δάνεισε χίλια τόσα χρυσά στην κοινότητα για να χτίσουν και τους χάρισε τους τόκους να το συντηρούν και από τους πρώτους που φοίτησαν εκεί ήταν ο γιος του, που έπαιρνε τα γράμματα γρήγορα και τον έστειλαν στη βασιλεύουσα με συστατικές επιστολές για εξέχοντες φίλους του, αλλά επειδή βρήκε πεθαμένο τον ένα από τους αποτόμως έσπευσε στον άλλο, που τον έστειλε στη Βλαχία με ένθερμο γράμμα για τον Άρχοντα, όμως να που βρισκόταν βουτηγμένος στον εμφύλιο της εξουσίας και αυτός, και ανεβοκατέβαινε τα σκαλοπάτια αγοράζοντας την καρέκλα του και πού ν’ ασχοληθεί τώρα με τον νεαρό, ας φροντίσουν οι δεσποτάδες να τον βάλουν πουθενά οικότροφο κι ας κάνει και καμιά δουλειά να επιβιώσει όπως όλοι, και έτσι έγινε, ήτοι αντέγραφε βιβλία δυσπρόσιτα με ευπρεπείς αμοιβές και υπενοίκιαζε την κάμαρά του σε συμμαθητές για να συμπληρώνει τα κενά του θυλακίου, ώσπου ανέβηκε καινούργιος Άρχων και του τον σύστησαν για γραμματέα ικανό, και τις Γραφές ότι γνωρίζει και ελέφαντα έχει δει και στίχους κατατάσσει και λογύδρια κατά περίσταση συναρμόζει και βλέπει όνειρα με δικέφαλους αετούς πάνω από τους τρούλους, ώστε τον προσέλαβε μετά χαράς και άρχισε να σκαρφαλώνει στα αξιώματα, βυσσοδομώντας εν παραβύστω υπέρ του αδελφού τώρα του Άρχοντος, ο οποίος και κατάφερε να τον εκθρονίσει, εντέλει, διαθέτοντας υψηλότερες γνωριμίες σε παρατρεχάμενους του Βασιλέως όθεν και ο νεαρός έγινε πρωτογραφεύς —υπουργεύων σχεδόν— τη μερίδα του λέοντος ξεκοκαλίζοντας από οφίκια και μεγαλεία και στη γεωγραφία των εδεσμάτων βακχεύοντας και βρύση οικοδομώντας εγχάραξε στιχούργημα κι ένα εκκλησάκι των Αρχαγγέλων στο νησί του εφρόντισε να υπάρχει αφού, εξουσίες μοιράζοντας, στους καθρέφτες της χειρονομίας του βουλιάζεις και εχθρούς σκοτεινότερους απεργάζεσαι, που σε διαβάλλουν νυχθημερόν στον Μαύρο Βασιλέα (βασιλεύς, θάλασσα, γυνή, άστατα και τα τρία, τρεπτά πολύ και φοβερά, προσθέτει, διαστρεβλώνοντας το πυρ) και τον πείθουν επιτέλους να σε συλλάβει και να σε σύρει στα πόδια του χειροπόδαρα δεμένο, αλλά η τύχη σου το έστριψε μακαρία και πρόφτασες να γλιτώσεις την ύστατη στιγμή καλπάζοντας στην Ταταρική, όπου χοροπηδώντας εόρτασες τα ελευθέρια, παίρνοντας θάρρος πια στη σκιά του καινούργιου σου Ηγεμόνα, τόσο που, σε λίγο, μέχρι τη φωλεά του Λύκου —τουτέστιν τα στενά της βασιλεύουσας και το ποτάμι που τη διασχίζει— δεν δίστασες να επισκεφθείς με την ακολουθία του Τάταρου επισήμως, όπου σε συνέλαβαν, όμως, πάραυτα τριαντατεσσάρων ετών, ερειπωμένε, γυρεύοντάς σου τον ουρανό με τ’ άστρα σε χρυσαφένια βάση να μη σαπίσεις στις φυλακές, μήνα Μάρτιο, στο εικοσιεπτά να βυθίζεται ο χρονοδείκτης, και στα λιοντάρια της λήθης ο λυκόφρων να σέρνεται, στην αράχνη του σκότους διαβιών και στα ηχηρά πετάσματα της αδικίας επινοεί καταβαθμούς στιχουργικής και ζεύγη ομοιοτέλευτες ριμοτομίες στέλνει νοητικά ως τα πέρατα του Τόξου ικετεύοντας έλεος, αλλά το φέρνει η νύχτα που κυλούσε αργά, να φτάσει με καΐκι μαύρο η μητέρα του από το νησί μαζί με τ’ αδέλφια του για να ζητήσουν από τα ξακουσμένα μεγαλεία του να τους συνδράμει διότι ο βίος ανυπόφορος κι όλο σκόπελος το νησί σαν πετροκάραβο και μάθαιναν αυτοί από τις φήμες τα θρυλούμενα για γραμματείες και χρυσά στα μανίκια του, όπου τον βρήκαν έγκλειστο στο κάτεργο και αφανή και να τους κοιτάξει ντρεπόταν, ώστε έπεσε σε βύθιση της απελπισίας η νησιωτική και αναχώρησε πλησίστια για το Πέραν (του Καλού και του Κακού), τον Γαλατά του Αγνώστου, ενώ τα αδέλφια χάνονται του προσκηνίου και ο δυστυχής μήνες και μήνες θρηνολογώντας στιχουργεί ανελέητα, ώσπου στις εξακόσιες μέρες πια ελευθερώνεται ξεπουλώντας το είναι του και καταφεύγει στα νησιά όπου θα τον παντρέψουν κάποιοι φίλοι με Ελληνίδα εγκαυστική, αλλά στα δύο χρόνια θα καταλυθεί η συζυγία, γιατί έσπευσε να γνωρίσει και η νεαρή την πεθερά της στους λειμώνες της αιωνιότητας μαζί με το βρέφος Μαγδαληνή που έσφιγγε μαζί της, αφήνοντας έρμαιο τον περιπαθή της ομόζυγο που άρχισε πια να ρέμβεται τις μοναξιές και τα ερημονήσια, τα σκόρδα και τις αχλαδιές στους κήπους των χαρίτων, να κατεβαίνει στους γιαλούς να κοιτάζει τι γράφει ο αέρας και να εγγράφει το θεατό και το δυσθεώρητο σε χλιαρές ομοιοκαταληξίες και τρυφερούς διασκελισμούς για χρόνια, όπερ και εγένετο, αφού πράγματι, ο ανεμόεις, το όνομά του μετάλλαξε ετών σαράντα γυρίζοντας από μονή σε σκήτη και από σκήτη σε όρος καταλήγοντας, όπου θέλοντας να επισκευάσουν οι μοναχοί το καθολικό (αλλά και να απαλλαχθούν από την παρουσία του ενδεχομένως) τον έστειλαν με λείψανα και τίμια ξύλα να περιπλεύσει τις ηγεμονίες και τα κρατίδια για να ζητήσει το έλεος απελπισμένος των δυνατών και το περίσσευμά τους σε ασήμι (Ιάσιο, Βουκουρέστι, Πόλη, Χίος, Σάμος, Ψαρά, Εύβοια: Έπαιζε και προ ημερών το μάτι το δεξί μου, κι έλεγα, πάλιν δίκτυα και πλοία στη ζωή μου), ενώ συγγράφει νυχθημερόν βίους, μυθολογίες, ανθολογήματα, ιστορίες βασιλέων, γεωγραφικά, εγκύκλιες επιστολές, ερμηνείες, πεποικιλμένα τακτικά με παρεκβάσεις, αλληγορίες, εγκώμια και λυρικές προτροπές με μόνο όνειρο πλέον να εκτυπώνονται από καιρού εις καιρόν τα Έργα του στις Ευρώπες επιτέλους για να φωτίσει —ήθελε— τα γένη και ευγνωμονεί τους τυπογράφους για την Τέχνη τους και ας μου δώσουν εκατό αντίτυπα κι εμένα, τι λέω; έστω δέκα, ας είναι και ένα, και παρακαλεί όσους θα τα διαβάσουν ή τ’ αντιγράψουν να μετρήσουν καλά τον συλλαβισμό και να διορθώσουν τα λάθη αλλά, όποιος σφετεριστεί, ή αλλοιώσει κι έναν στίχο να έχει αντίδικον, λέει, αυτοπροσώπως τον Θεό, και έτσι περιφέρεται για χρόνια στα μέρη όπου κάποτε αναρριχήθηκε στων βάθρων τη μεσουράνια και στη χλιδή των θαυμάτων, στις πολιτείες που άλλαζαν μέρα τη μέρα, χωρίς να πάρει είδηση ο εσωστρεφής στους πυρετούς της Εσπερίας και τι συμβαίνει στην Αμέρικα, ποίος ο Χάυντν και ποιος ο Μότσαρτ να του μελωδήσει τα στιχουργικά, κι ούτε ο Βολταίρος, ο Μπλέηκ και οι λοιποί εν όπλοις συγγενείς του τον εγνώρισαν και θα ξαναγυρίσει οριστικά στων εβδομήντα του ετών τον Ξηροπόταμο, για να παραδοθεί ιαμβικά στους ύπνους του διά παντός, 4 Δεκεμβρίου —της Αγίας Βαρβάρας— και κοντεύει ο Ιούλιος όπου ξεσπούσε από τις τάφρους της Βαστίλλης η τρίχρωμη των βασιλέων Ταραχή και ανεβήκαν οι αετοί που ονειρεύτηκε, φλεγύες, στην Αγιά Σοφιά, πώς ήταν τελικά τα διάσημα του Βοναπάρτη, αλλά εμένα τι με βασανίζει; αφού στα όρη καθεύδει στιχουργώντας αιώνες,
πώς τα πάντα ξεχνιούνται βαθιά στις οθόνες
και όλα είναι τεχνικά όσα μιλώ εμπρός σου, ότι τον βίο του Καισάριου και κάποτε Κωνσταντίνου Δαπόντε επανέγραψα, ροκανίζοντας αναίσχυντα τον Σάθα έως την τελεία.
Δημήτρης Καλοκύρης, Το Μουσείο των αριθμών, Άγρα, Αθήνα 2001, σ. 88-92.