Στο ποίημα ο Γαραντούδης σατιρίζει την πολιτική επικαιρότητα παρωδώντας το ποίημα του Καβάφη «Εν Μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 μ.Χ.» . Όχημα της σάτιρας είναι εδώ η παρωδία, ενώ ο σατιρικός στόχος είναι εξωκειμενικός.
Μες στη μεγάλην αίθουσα του Συμβουλίου Κορυφής, όπου έφτασεν από νωρίς, πρώτος αυτός, ο Άκης Βαρούφ —από το σόι της μάνας του, τους Μπαρουφάδες, Ασιανός, μα από το γένος του πατρός του βέρος Έλλην προύχων— τανύστηκε μ’ αναίσχυντη οίηση, κορδώθηκε επιδεικτικά πάνω στο φουσκωτό του πουφ, στη θέα των Εσπερίων αξιωματούχων. Να τους που σπεύδουν να τον βρουν, μ’ ευγενική προσποίηση, ο Σούλτσιος, ο Γιουνγκέρνιος, ο Σοΐμπλιος κι οι λοιποί, της Εσπερίας της πλέμπας οι αξιολύπητοι ταγοί, οι ποταποί, ταπί. Τις ξέρει τις προθέσεις τους· για κούρεμα του χρέους τους έχουν βαλθεί να πείσουν αυτόν, τον Υπουργόν των Οικονομικών της Γραικυλίας, της δόξας και του φάρου των κρατών της Εσπερίας. Για δες τους, κάτι εθνικά περήφανους, με δανεικές κραβάτες, με τα φαιά κοστούμια τους, από εισαγόμενο κασμίρι, τους ολωσδιόλου ρέστους. Πώς να μην τους οικτίρει;
Μα αυτός στα λόγια τους σιωπηλός θα μείνει. Ευθυτενής, με βλέμμα οξύ, τα χείλη του σφιγμένα, κι η κλίση του προσώπου του τέτοια ώστε να στραβωθούν από τη λάμψη της γυμνής του κεφαλής. Κρανίου τόπος δεν θα γίνει το Συμβούλιο Κορυφής! Το θέμα θα διευθετηθεί χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Δεν γίνεται να κάνει πίσω αυτός, ο επικεφαλής. Με νόημα θα σφίξει τον δερμάτινό του επενδύτη, για τους Ινδούς επενδυτές της Γραικυλίας την πιο τρανήν απόδειξη του κύρους της, σαν παλαιά διακήρυξη της ευρωστίας του ευρώ της. Κι αν τη σιωπή και τ’ άλλα σήματα δεν τα κατανοούν ο Σούλτσιος, ο Γιουνγκέρνιος, ο Σοΐμπλιος κι οι λοιποί… Τι φταίει αυτός; Εκείνοι, οι άφρονες, τον εξωθούν. Όταν θα τον εκλιπαρούν να ’βρουν άλλες προσόδους, σειρά στο διάολο θα τους στείλει όλους. Του φαίνεται καιρός πως είν’ να φύγουν απ’ την Ένωση, —στον πρίμο τον μινίστρο πρέπει να διαμηνύσει— στη λάσπη να βουλιάξουνε των προπετών των εκλογών τους, να νιώσουνε για τα καλά την κένωση των τραπεζών και των μαξιλαριών τους. «Χάρη σ’ Εσάς, Άκη Βαρούφ, ας ψάξουμε άλλους διαύλους». Σαν μια πυρή ματιά του τους καρφώσει —ακούς εκεί, «περί του χρέους των διάσκεψη», τους φαύλους— θα έχουνε κερώσει, θα μείνουν στήλη άλατος.
Είναι σκληρά τα πρωινά στη μέση του χειμώνα, όταν το ξύπνημα στερεί το μέλι του ονείρου. Και κάνει κρύο πολύ σε τούτο το φθηνό κι απόμερο ξενοδοχείο της Βρυξελλίας. Ο νέος Υπουργός των Οικονομικών της Γραικυλίας, είν’ ώρα πια να σηκωθεί και να πλυθεί, κόντρα να ξυριστεί μπρος στον θολό καθρέφτη, τη δανεική πολύχρωμη κραβάτα του να δέσει, γοργά το μαύρο κοστουμάκι να φορέσει, να μην αργήσει στο Συμβούλιο Κορυφής· στο μεταξύ να στοχαστεί γι’ όλα όσα δεν του πέφτει λόγος, κουβέντα από το στόμα να μην βγάλει. Ο Σούλτσιος, ο Γιουνγκέρνιος, ο Σοΐμπλιος κι όλοι οι άλλοι τον περιμένουν στη γωνιά και δεν αστειεύονται. Στου σακακιού του οσονούπω τη ραμμένη τσέπη κάποιο δεκάευρο θα ψάχνει να πληρώσει το ταξί. Περίφροντις θ’ αναζητά· δεν έμεινε ούτε λέπι. Πού χρόνος τώρα ν’ αναρωτηθεί τι άραγε να σήμαινε το τέλος του ονείρου του, εκείνο τ’ άδειο, σκοτεινό νομισματοκοπείο…
Πώς βιάζουν πλέον τα πράγματα! Κι αν η απαίσια δόση δεν του δοθεί ξανά; Κι οι κραταιοί ταγοί της Εσπερίας του πουν «Σεις, οι Γραικύλοι, άθλιοι, μας έχετε φεσώσει κανονικά»; Α, θα πρέπει μάλλον να τους κάνει βαθιές μετάνοιες και γλοιώδεις τσιριμόνιες, αυτούς που μέχρι πρότινος αποκαλούσε ηλίθιους.
Αν μη τι άλλο, να κατάφερνε να ’βρει μια κάποια πτήση στην προσφιλή πατρίδα του, τη Γραικυλία, να γυρίσει.
Ευριπίδης Γαραντούδης, Ο Αναγνώστης [ηλεκτρονικό περιοδικό ], 6 Φεβρ. 2015.