Η σάτιρα ως αυτόνομο είδος λόγου αφορά μόνον την αρχαιότητα και αναφέρεται σε δύο λογοτεχνικές μορφές: α) την ποιητική σάτιρα που αναπτύχθηκε από τον Οράτιο και τον Γιουβενάλη και β) τη σατιρική πρόζα ή «μενίππεια» σάτιρα που καλλιεργήθηκε από τον Πετρώνιο και τον Λουκιανό (Elliott 1975, 68). Η μοντέρνα σάτιρα δεν συνιστά είδος, αλλά «έναν ειδολογικό χαμαιλέοντα», δηλαδή έναν τόνο ή μια ποιότητα λόγου, που συνεργάζεται με όλα τα είδη και γένη της λογοτεχνίας (Αγγελάτος 2003). Σύμφωνα με μια κλασική μελετήτρια της σάτιρας, την Patricia Meyer Spacks
η μοντέρνα σάτιρα δεν είναι είδος, αλλά μια λογοτεχνική διαδικασία· όχι είδος γραφής, αλλά τόνος γραφής. Και ως διαδικασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες διαδικασίες. Μέσα από αυτήν την οπτική, οι ιστορικές συνθήκες μπορεί να τη δικαιώσουν, αλλά όχι να της δώσουν ταυτότητα.
Η ποικιλομορφία της σάτιρας, το εύρος των τεχνικών που χρησιμοποιεί, καθώς και η ιδιότητά της να μεταμορφώνεται από εποχή σε εποχή, οδήγησαν στην καθιέρωση του χαρακτηρισμού της ως πρωτεϊκής. Ακριβώς αυτή η πρωτεϊκή της φύση ευθύνεται για το γεγονός ότι η ταυτότητά της είναι αδύνατο να αποτυπωθεί επαρκώς σε έναν ορισμό. Οι απόπειρες ορισμού της ιστορικά εμπίπτουν σε δύο γενικές κατηγορίες, οι οποίες δίνουν έμφαση στον σκοπό ή στην τεχνική (Spacks 1975, 214). Επιπλέον, τα κριτήρια προσδιορισμού των επιμέρους χαρακτηριστικών της και της ταξινόμησής της προσαρμόζονται κάθε φορά στην οπτική γωνία του μελετητή. Οι κλασικές απόπειρες ορισμού της σάτιρας, που κυριάρχησαν τον 18ο αιώνα, βασίστηκαν στον ηθικό της σκοπό. H πίστη στον αναμορφωτικό ρόλο της σάτιρας άρχισε να κλονίζεται ήδη από τον 19ο αιώνα, ενώ ο 20ός αιώνας ασχολήθηκε περισσότερο με τη ρητορική και τη φιλοσοφική διάσταση της σάτιρας παρά με τον σκοπό της.
Ένας από τους ελάχιστους κριτικούς τόπους για τους οποίους υπάρχει σχετική ομοφωνία της θεωρίας, αφορά τα βασικά συστατικά της σάτιρας: για να χαρακτηριστεί ένα λογοτεχνικό κείμενο σατιρικό πρέπει να συνδυάζει το χιούμορ με την κριτική. Το πρώτο αφορά την αισθητική ικανοποίηση, προϋπόθεση άλλωστε όλης της λογοτεχνίας, το δεύτερο τον στόχο της, εφόσον η ειδοποιός διαφορά της σάτιρας από άλλους όρους, που ανήκουν στην ευρύτερη περιοχή του κωμικού, έγκειται στο γεγονός ότι ασκεί κριτική· αυτή η συνθήκη ισχύει όχι μόνο για την παλαιότερη διορθωτική, επιθετική, λογοτεχνική σάτιρα, αλλά και για τη σύγχρονη αμυντική, φιλοσοφική σάτιρα.