Είναι κοινός τόπος της κριτικής ότι η παρωδία τον 20ό αιώνα έχει διευρυνθεί σε επίπεδο συγγραφικής πράξης, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει αρκετά μεγάλη ποικιλία ως προς τη λειτουργία της. Ενώ έως και τον 19ο αιώνα η παρωδία ήταν συνήθως στην πρόθεσή της σατιρική, οι λειτουργίες της παρωδίας από τον μοντερνισμό και εξής, με βάση τον σκοπό του συγγραφέα και τη διαδικασία της ανάγνωσης, μπορούν να διακριθούν ως εξής:
α) Αρνητική κριτική μέσω διακωμώδησης: Πρόκειται για την παλαιότερη και πιο διαδεδομένη λειτουργία της παρωδίας. Τα παραδείγματα που έχει να παρουσιάσει η νεοελληνική λογοτεχνία είναι πολλά. Άλλοτε η παρωδία λειτούργησε ως όπλο εναντίον ενός προσώπου, όπως, π.χ., οι παρωδίες της ποίησης του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από τον Παν. Πανά (Αγγελάτος 1997, 12)· άλλοτε για την κριτική μιας φθίνουσας και απερχόμενης ή, αντίθετα, μιας πρωτοεμφανιζόμενης λογοτεχνικής γενιάς ή σχολής, όπως, π.χ., η παρωδία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη εναντίον του Αντρέα Εμπειρίκου (Βογιατζόγλου 1996).
β) Άσκηση ύφους ή παιγνιώδης ενασχόληση: Παρά το γεγονός ότι η παρωδία συχνά θεωρείται ακόμη και σήμερα λογοτεχνία δεύτερης κατηγορίας, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών δημιουργών, οι οποίοι είτε θέλουν να ασκηθούν σε ένα ύφος ή να αναμετρηθούν με έργα του παρελθόντος. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν πολλές παρωδίες καβαφικών ποιημάτων, όπως, π.χ., η παρωδία «Αναμονή του αστικού» του Μίμη Σουλιώτη ή, π.χ., η παρωδία «Αρετή και Ρωτόκριτος» του Μαθιού Πασχάλη (Κωστίου 2005, 208-209). Άλλοτε πάλι, η άσκηση ύφους μπορεί να συνδυάζεται με την κριτική, η οποία όμως σε αυτήν την περίπτωση αφορά έναν εξωκειμενικό στόχο, όπως στην περίπτωση των παρωδιών του Νάσου Βαγενά και του Ευριπίδη Γαραντούδη.
γ) Ιδιοποίηση εγκυρότητας κειμένου: Η παρωδία μπορεί να λειτουργεί ευάγωγα για την εμφατική αποτύπωση μιας άποψης, καθώς αντιπαραβάλλει δύο αξιακά συστήματα, όπως, π.χ., η παρωδία «Εις Ανδρέαν Κάλβον» του Κ.Γ. Καρυωτάκη.
δ) Αναδημιουργία και μετάπλαση: Είναι κοινός τόπος της θεωρίας ότι η μοντέρνα παρωδία συνιστά έναν διάλογο με τη λογοτεχνική παράδοση και λειτουργεί προς την κατεύθυνση της συνέχειας της λογοτεχνίας ή και της εξέλιξής της. Συχνά η εξοικείωση και η αγάπη ενός συγγραφέα για ένα συγκεκριμένο έργο τον οδηγεί στην απόπειρα υπέρβασής του ή σχολιασμού του, επαναδραστηριοποιώντας και μεταμορφώνοντας βασικά υφολογικά χαρακτηριστικά του προτύπου, όπως, π.χ., το διήγημα «Ανύπαρχτο λιμάνι» του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, όπου παρωδούνται τα ομόλογα διηγήματα του Γιάννη Σκαρίμπα Ο Κύριος του Τζακ και Πατς κι απαγάι (Κωστίου 2005, 213-215). Προς παρόμοια κατεύθυνση λειτουργούν και οι παρωδίες της Έρημης Χώρας του T.S. Eliot από τον Γιώργο Σεφέρη και τον Ηλία Λάγιο.
ε) Αυτοπαρωδία: Η αυτοπαρωδία είναι μια λειτουργία που αφορά μόνο τη μοντέρνα παρωδία και γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση μέσα στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού, καθώς τότε ακονίστηκε ιδιαίτερα η ευαισθησία της κριτικής απέναντι σε κείμενα που συντίθενται από ετερογενή υλικά. Η αυτοπαρωδία σχολιάζει την ίδια την πράξη της λογοτεχνικής γραφής και χαρακτηρίζεται από έντονη αυτοαναφορικότητα. Επομένως, στόχος της δεν είναι ένα άλλο λογοτεχνικό κείμενο, αλλά η ίδια η ταυτότητα της λογοτεχνίας, καθώς παράγεται από τον στοχασμό πάνω σε μια ποιητική φόρμα ή πάνω στην ίδια την πράξη της γραφής, όπως, π.χ., το αφήγημα «Τα του Καίσαρος» του Δημήτρη Καλοκύρη.
Η διεύρυνση της παρωδίας δεν είναι αποκλειστικά υπόθεση του μεταμοντερνισμού. Όμως, η ευαισθητοποίηση της κριτικής απέναντί της και η θεωρητική ενασχόληση μαζί της είναι γέννημα των τελευταίων δεκαετιών. Ο 20ός αιώνας έδωσε πολύ σημαντικά έργα, των οποίων βασικό δομικό χαρακτηριστικό είναι η παρωδία· και παρά τις διαφωνίες ορισμένων θεωρητικών και την κληροδοτημένη από την παράδοση υποτίμηση του όρου, η παρωδία αποτελεί ένα γοητευτικό μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας.