Το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη ανακαλεί προφανώς την αρκετά γνωστή και επιτυχημένη ταινία του γάλλου σκηνοθέτη Serge Bourguignon, Οι Κυριακές στην πόλη Αβραί (1962). Μάλιστα το ποίημα όχι μόνο διαλέγεται με το σινεμά αλλά και φαίνεται να ανταγωνίζεται τα εκφραστικά μέσα του. Λεπτομερή σύγκριση του ποιήματος με την ταινία βλ. στη μελέτη του Γαραντούδη (2013).
Κακέκτυπον αν και εξαργυρώσιμον Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα Μιαν αύριο δηλώνει εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οι ποδηλάτισσες και Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ’ ένα μικρό και για λαίμαργα Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μισοκαλυμμένη κνήμη Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο Γίνεται η σάρκα και γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω στ’ ανέγγιχτα Ώς την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος Διά παντός και πλέον δεν ν’ αυτοκατα- νοηθεί γίνεται
Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών Γνωρίσατε; Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ’ τα πούπουλα Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην ποτέ τις μέτρησες
Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα Σε μετάξι περιπατά η αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα ο ίασμος Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ’ αγγίγματα Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος: Είναι στα γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα Εάν η ευλάβεια μ’ άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες Θα ’χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ’ τον κλήρο τ’ αέρος οι δέσμιοι απαχθεί Σ’ απαλών θωπειών δώματα
Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους χτυπώντας το δάπεδο Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου Στη δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ
Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό Έτσι της αύριον η αύρα πνέει Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.
Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, Αθήνα 1995, σ. 13-15 [= Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 579-581].