Όπως έδειξε η Αθηνά Βογιατζόγλου (2012), το ποίημα «Τσάρλι Τσάπλιν. Αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”», δημοσιευμένο τον Μάρτιο 1947, «περιγράφει και σχολιάζει σκηνές από την πρώτη ομιλούσα ταινία του Τσάπλιν, τον σατιρικό Μεγάλο Δικτάτορα [The Great Dictator] (1940), που μόλις είχε διανεμηθεί στην Ελλάδα». Μάλιστα η Βογιατζόγλου θεωρεί ότι το ποίημα του Κοτζιούλα «είναι το πρώτο και ίσως το μόνο νεοελληνικό ποίημα που αφηγείται εν εκτάσει την πλοκή ενός κινηματογραφικού έργου, περιγράφει χαρακτηριστικές σκηνές του και σχολιάζει το μήνυμά του».
Ένας απλός φαντάρος, ένα οβραιάκι με λαγού καρδιά, που σαν αστάχι δίχως βάρος, γλίτωσε απ’ του πολέμου τη σοδιά, με σαλεμένα τα συλλογικά του καθώς τον είχαν κάμει μπαίγνιο του Θανάτου, ξαναγυρνάει στη φτωχογειτονιά, στο μαγαζάκι, μόνο του έχος στο ντουνιά. Κι εκεί, μ’ ελπίδα μυστική, γεμάτος, γεμάτος κέφι που του εχαμογέλα, πλύστρα ορφανή, της γειτονιάς του μια κοπέλα, με σύνεργα μπαρμπέρη, χωρίς να καλοξέρει, μάθαινε απάνω σε άλλων το κεφάλι, τίμιο ψωμί πασκίζοντας να βγάλει. Μα τι μπουρίνι ήταν εκειό, που άρπαξε κάθε κατοικιό, τη χαμοκέλα του φτωχοζωίτη και του Ισραήλ ολάκερο το σπίτι! Γκέτο! Για ξαναπέτο καλά να μάθεις τι μέλλεται να πάθεις, κι εσύ κι εγώ κι αυτοί, που δε μας ίδρωνε τ’ αυτί για Κίνες, Ισπανίες και για πολιτικές δολοφονίες, μεις να ’μαστε καλά κι η σφαίρα να κυλά, με γεια του μακελάρη κι όποιον ο χάρος πάρει.
Μα να που μες στα σκοτεινά λύκοι ξεχύνονται μ’ ανθρώπινη μουσούδα και τη φυλή του Ιούδα που γεννοβόλησε ακριβούς Χάινε κι Αϊνστάιν και Μαν τη μακελεύουν και την διαγουμάν τα χτήνη τα οπλισμένα, των άφεγγων δρυμών η γέννα, που με τα κράνη, τους ζωστήρες δέρνουν τις θύρες και με τις προγκιασμένες μπότες χτυπάν τους πατριώτες κι ω, τρισαλιά, σέρνουν απ’ τα μαλλιά γερόντους και νοικοκυράδες, οι χαμαλόκορμοι ψευτοπαλικαράδες. Και ξεκληρίζονται οι αθώοι και βγαίνει μοιρολόι απ’ την πικρήν ορφάνια που καραβάνια τραβάει όθε όθε να γλιτώσει στη χαλασιά την τόση, κατηφοράει λαός προς την Αυστρία, που ίσως εκεί να μην τους φτάσουν τα θηρία κι ίσως εκεί, σε μια γωνιά ειδυλλιακή, του γέρου αμπελουργού αξιωθούν ποτέ τα χείλη, καρπό του ιδρώτα, να γευτούν γλυκόρωγο σταφύλι.
Ποιος είναι τάχα κείνος που λύσσα τον αδράζει ανθρωπομάχα και δίνει προσταγή να λείψουν πλάσματα απ’ τη γη; Δέστε: ένας παλιοκερεστές, ένας ζεβζέκης άγνωστος ως χτες, που βάνοντας και τα ποδήματα και το πηλίκιο παρασταίνει τον άρχοντα της πλάσης — και δε σ’ αφήνουν ούτε να γελάσεις. Γύρω του στέκουν σούζα, σαν τους στρατιώτες άμ’ ακούν την καραμούζα, με μπιχλιμπίδια και λιλιά πλάκα από το πηγούνι ως την κοιλιά, πρόστυχες φάτσες (τέτοιους οι δικτάτορες διαλέγουν συμβουλάτορες), δούλοι έτοιμοι για το κακό μόλις τους γνέψει «μπρος!» τ’ Αφεντικό. Να πο ’ρχεται κι εκείνος ο Νεοκαίσαρας ο θεατρίνος, που στο κεφάλι το ξερό κόλλησε κόκορα φτερό, κι ίδιος μ’ εκειόν στη γνώση ψάχνει στο χάρτη να ’βρει χώρες να σκλαβώσει. Μιλώντας οι τρελοί, για Θεία Πρόνοια τοιμάζουνε κανόνια, κόβουν του εργάτη το ψωμί για να γενούν καλύτερα οι ανθρωποσκοτωμοί. Θε μου, αν δε βάλεις χέρι, ποιος ξέρει…
Μικρέ Σαρλό, π’ όλο με κάνεις να γελώ, τώρα που σ’ ανεβάσανε στο βήμα, πετώντας από πάνω σου της έπαρσης το ντύμα, ρήτορας ε με το στανιό, τι θα σου κόψει τάχα το νιονιό να ειπείς σε μας που πρωτακούμε τη φωνή σου; Κάτσε πρωτύτερα και καλοσυλλογίσου. Στην αρχή μιλάς σιγά, χωρίς ψυχή, σαν ένας π’ ούτε ανανοήθη τι λαχταρούν τα πλήθη. Μα όσο προχωρείς ξέθαρρος, θα βρεις λόγια αγάπης, λόγια ειρήνης τις ανήσυχες καρδιές μας ν’ απαλύνεις. Και θα βρεις ακόμα έναν καινούργιο τόνο, που σ’ εσέ ταιριάζει μόνο, για να πέσει σαν το καμουτσίκι στον αρχιφονιά σαν του έρθει η δίκη. Βογκάει η σάλα, τρέμει: «Φτάνουν οι πολέμοι! Για ποιον πολεμάτε, φαντάροι; Δεν έχει η γης μας και πλούτη και χάρη; Τι σας φταιν οι Οβραίοι; Κι ο Αράπης τι μας φταίει; Υπερασπίστε τη Δημοκρατία! Και μην ακολουθάτε τον εγκληματία!» Τέτοια βροντοφώναξε ο Σαρλό, που μας έκανε ως τώρα το λωλό, π’ ορθώθηκε άοπλος Προφήτης στη Βία και στην ισχύ της βαρώντας καταπάνου στο κάστρο του τυράννου.
Τρανέ μας φίλε, συμπάθα μας και στείλε, της φτώχιας ο παρήγορος και των δυναστεμένων, τώρα που μας ζουλάει φτέρνα δικών και ξένων, στείλε απ’ το Πνεύμα σου, που το είδα —μονάχα εγώ;— να σελαγεί, μια αχτίδα και σ’ αυτήν τη γη, στη νυχτωμένη μας Πατρίδα!
Γιώργος Κοτζιούλας, «Τσάρλι Τσάπλιν. Αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”», περ. Νέοι Σταθμοί, (Μάρτ. 1947) 42 [= Αθηνά Βογιατζόγλου, «Ο Μεγάλος Δικτάτορας. Η τραγική επικαιρότητα του Τσάρλι Τσάπλιν, της ομώνυμης ταινίας του, αλλά και της ματιάς του Γιώργου Κοτζιούλα», εφ. Η Αυγή, 10 Ιουνίου 2012].