Στην ενότητα αυτή επιλέχθηκαν μερικά ενδεικτικά παραδείγματα του διαλόγου λογοτεχνίας και κινηματογράφου. Πόσο σύνθετος και δημιουργικός είναι κάποτε ο διάλογος ανάμεσα σε ένα αφήγημα και την κινηματογραφική προσαρμογή του μάς το δείχνει η υποδειγματική σύγκριση από την Αντωνοπούλου (2013) της περίφημης νουβέλας του Thomas Mann (1875-1955) Ο θάνατος στη Βενετία (1912) και της ομώνυμης ταινίας-προσαρμογής της (1971) του Luchino Visconti (1906-1976).
Από την άλλη πλευρά, μια πολύ πειστική, ως προς την αληθοφάνειά της και υψηλής ποιότητας ως προς τη διακαλλιτεχνική ύφανση κινηματογράφου και ποίησης, αξιοποίηση ενός ποιήματος σε ταινία συναντούμε στο φιλμ του Woody Allen, Η Χάνα και οι αδελφές της (1986), όπου ακούγεται μέρος ενός ποιήματος του αμερικανού ποιητή e.e. cummings (1894-1962). Επίσης, στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Μια αιωνιότητα και μια μέρα (1998) τόσο γενικά το σενάριο (ένας συγγραφέας, λίγο πριν τον θάνατό του, ασχολείται με το ανολοκλήρωτο έργο του Διονυσίου Σολωμού «Ελεύθεροι πολιορκημένοι») όσο και σκηνές της ταινίας αξιοποιούν στοιχεία της ποίησης του Σολωμού. Σε μια σκηνή ακούγεται, συγκεκριμένα, ένα απόσπασμα από το σολωμικό ποίημα «Ο Λάμπρος».
Υπάρχουν βέβαια και ελληνικά λογοτεχνικά έργα που τροφοδότησαν τον διάλογο των δύο τεχνών. Τέτοια είναι η περίπτωση του πολύ γνωστού μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), που διασκευάστηκε στην περίφημη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη Alexis Zorbas ή Zorba the Greek (1964). Η συστηματική σύγκριση των δύο έργων από τον Γαραντούδη (2008) δεν εξετάζει σε βάθος τους τρόπους της κινηματογραφικής αφήγησης στην ταινία, αλλά συνεξετάζει τη σεναριακή πλοκή της με την πλοκή του μυθιστορήματος, και αυτό γιατί το σενάριο της ταινίας υπογράφεται από τον σκηνοθέτη της (συστηματική εξέταση της πρόσληψης του μυθιστορήματος και της ταινίας βλ. στο Αγάθος 2007). Στη μελέτη του Γαραντούδη η σύγκριση της ταινίας με το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε έξι ενότητες που αφορούν κατά σειρά: την αλλαγή της εθνότητας του συγγραφέα (στο μυθιστόρημα είναι Έλληνας, στην ταινία Ελληνοβρετανός)· τη διαπίστωση ότι στην ταινία χάνονται ο πολυφωνικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος και, επίσης, η αυτοβιογραφική και λόγια διάστασή του· τον εντελώς διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τελειώνουν η ταινία και το μυθιστόρημα (π.χ. στο τέλος της ταινίας ο Ζορμπάς ζει, ενώ στο μυθιστόρημα πεθαίνει) (πρβλ. την περίφημη τελική σκηνή της ταινίας, όπου οι δύο πρωταγωνιστές χορεύουν το περίφημο συρτάκι, με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη)· το ερώτημα αν ο Ζορμπάς είναι αντιπροσωπευτική μορφή Έλληνα στην ταινία και το μυθιστόρημα (στην ταινία είναι, στο μυθιστόρημα όχι)· τα αρκετά στοιχεία της ταινίας που εκλαϊκεύουν το μυθιστόρημα· τον τρόπο με τον οποίο τα δύο έργα αποδίδουν την εικόνα των Κρητικών ως συλλογικής κοινότητας. Η τελική διαπίστωση είναι ότι η ταινία συνέβαλε καίρια στη διεθνή φήμη και στη σταδιοδρομία της τύχης του Καζαντζάκη, αλλά σε λανθασμένη γραμμή, καθώς δρομολόγησε μια κατεύθυνση που οδηγεί στην παρανάγνωση του διάσημου (λόγω της ταινίας) μυθιστορήματος.
Αλλά μεγαλύτερο ακόμα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχέσεις της ποίησης και του κινηματογράφου, επειδή αφενός δεν έχουν μελετηθεί αρκετά διεθνώς, σε σύγκριση με την τεράστια βιβλιογραφία γύρω από τις επαφές πεζογραφίας και σινεμά, αφετέρου προσφέρουν τη δυνατότητα για βαθύτερο, πιο κρυπτικό και ουσιαστικότερο διακαλλιτεχνικό διάλογο. Προκειμένου να αναδειχθεί η σύνθετη σχέση ανάμεσα σε ένα ελληνικό ποίημα και σε μια ταινία του διεθνούς κινηματογράφου, στη βάση κυρίως της κοινής στα δύο έργα τραγικής ιστορικής μνήμης, μπορεί να επιλεγεί η σύγκριση, επίσης από τον Γαραντούδη (2009), ανάμεσα στο συνθετικό ποίημα του Τάκη Σινόπουλου Νεκρόδειπνος (1972) και την ταινία του γάλλου σκηνοθέτη Alain Resnais (1922-2014) Χιροσίμα, αγάπη μου (1959). Στην αρχή της μελέτης καταγράφονται και σχολιάζονται τα πραγματικά στοιχεία που πιστοποιούν τη στενή μορφωτική και ποιητική σχέση του Σινόπουλου με τον ελληνικό και, ιδίως, τον ξένο κινηματογράφο. Στη συνέχεια, η σύγκριση ανάμεσα στο ποίημα και την ταινία, πέρα από πρόδηλες θεματικές ομοιότητες (π.χ. και τα δύο έργα αναφέρονται σε καταστάσεις έρωτα και πολέμου, όπως βιώνονται από τους ανθρώπους μέσα στο κύλισμα του χρόνου), αναπτύσσεται επάνω σε τρεις άξονες. Στον πρώτο εξετάζεται η λειτουργία του χρόνου και της μνήμης και η αξεδιάλυτη μείξη του παρελθόντος με το παρόν στα δύο έργα. Ο δεύτερος άξονας αφορά την ετερογένεια των υλικών που συνθέτουν τα δύο έργα, την κοινή πριμοδότηση της μορφής και όχι του περιεχομένου και την, επίσης κοινή, μείξη της αφήγησης με την ποιητικότητα. Ο τρίτος άξονας εντοπίζεται στο ανοικτό τέλος που χαρακτηρίζει, επίσης, και τα δύο έργα. Η γενική διαπίστωση της μελέτης είναι ότι το ποίημα και η ταινία παρουσιάζουν σημαντικές και σύνθετες αναλογίες.