Η ζωντανή ιστορία

Επισκοπόπουλος Νικόλαος

Δύο σχεδόν χρόνια ύστερα από την πρώτη αθηναϊκή κινηματογραφική προβολή, ο πεζογράφος και κριτικός Νικόλαος Επισκοπόπουλος (1874-1944), γνωστός για τις νεωτεριστικές αντιλήψεις του, στην επιφυλλίδα του «Η ζωντανή ιστορία» (εφ. Άστυ, 20 Ιουν. 1898), εκφράζει την αμέριστη εμπιστοσύνη του στον κινηματογράφο ως νέα και επαναστατική ιστορική πηγή, που θα ακυρώσει όλες τις ανακρίβειες που χαρακτήριζαν την ιστορική καταγραφή των γεγονότων στο παρελθόν. Μάλιστα ο Επισκοπόπουλος φτάνει, αφελώς, αν τον κρίνουμε από τη σημερινή σκοπιά θεώρησης του κινηματογράφου, στο σημείο να πιστεύει ότι στο μέλλον το σινεμά, όντας η απόλυτη, αδιαμφισβήτητη μαρτυρία της αλήθειας, θα υποκαταστήσει πλήρως τη γραπτή ιστορική καταγραφή.

Η ιστορία δεν έφθασεν ακόμη δυστυχώς εις περιωπήν αληθούς επιστήμης και το τοιούτο προέρχεται εκ των χιλίων ανακριβειών, αι οποίαι εισδύουν εντός αυτής και εκ του ανεξελέγκτου των πηγών της.

Έκαστος ιστορικός βλέπει διά του ιδίου πρίσματος και έκαστος οφθαλμός αναγκαίως παραμορφώνει τα αντικείμενα, τα υποβάλλει εις ένα και τον αυτόν τόπον και γράφει όχι τα γεγονότα, αλλά την αντίληψιν την οποίαν έσχεν εξ αυτών.

Και τοιουτοτρόπως έχομεν σήμερον μίαν ιστορίαν, εις τα γεγονότα της οποίας δεν δυνάμεθα να εμπιστευθώμεν, η οποία είνε ανεξέλεγκτος και η οποία μας παρουσιάζεται οπωσδήποτε υπό την μορφήν μυθιστορήματος.

Αλλ’ εις τον δέκατον έννατον αιώνα και εις το τέλος του μάλιστα, όταν αι επιστήμαι έφθασαν εις το έπακρον της ακριβείας και το παν ζυγίζεται και το παν ελέγχεται και το παν στηρίζεται επί παρατηρήσεως και αποδείξεως, δεν ηδύνατο να μη εξευρεθή τρόπος ακριβεστέρων πηγών της ιστορίας, τρόπος προς εύρεσιν των καταλλήλων δοκουμέντων, επί των οποίων στηριζόμενοι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα δύνανται να μη γράφουν πλέον τας εντυπώσεις των επί των αντικειμένων, αλλ’ αυτήν την περιγραφήν της αληθείας, ν’ αναπαριστώσιν αυτήν την ζωήν του παρελθόντος με όλας της τας λεπτομερείας και όλα τα κινήματα και τας εκφάνσεις.

Ήδη εις την γαλλικήν Ακαδημίαν υπεβλήθη μία πραγματεία υπό τινος Ρώσσου επιστήμονος, του Ματουσζέφσκη, έχουσα ως τίτλον μετριόφρονα: «Μία νέα πηγή της ιστορίας» και αναγγέλλουσα την ίδρυσιν εν Παρισίοις μιας αποθήκης ιστορικών κινηματογραφιών.

Διότι η νέα αύτη πηγή της ιστορίας, ο νέος αυτός έλεγχος με τον οποίον θα οδηγώνται και τον οποίον θα προβάλλουν οι ιστορικοί του μέλλοντος, είνε ο κινηματογράφος, η θαυμασία αύτη μηχανή η συλλαμβάνουσα και αποταμιεύουσα και απαθανατίζουσα όλας τας σκηνάς με τα κινήματά των, με τας στάσεις των, με την μορφήν των προσώπων, με το περιβάλλον, χωρίς παράλειψιν της ελαχίστης λεπτομερείας κινήσεως ή του ελαχίστου μορφασμού.

Ο Ματουσζέφσκη, όστις χειρίζεται άριστα τον κινηματογράφον, επεφορτίσθη ήδη από τον αυτοκράτορα της Ρωσσίας να φωτοκινηματογραφήση τας σκηνάς της στέψεως καθώς και τας σκηνάς της υποδοχής του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Αμφότερα έγειναν και υπάρχει ήδη η ακριβής αναπαράστασις των σκηνών αυτών αποτυπωμένη εις χιλιάδας ταχυτάτων εικόνων, αι οποίαι, παρερχόμεναι με ίσην ταχύτητα, δίδουν πλήρη την απάτην όλων των κινημάτων και των στάσεων εις μέγεθος φυσικόν.

Και ήδη εις τόσον ελαχίστην απόστασιν από των γεγονότων αυτών είχον παρεισφρήσει ήδη εις τας εφημερίδας πολλαί ανακρίβειαι και εις τας διηγήσεις της επισκέψεως του Προέδρου της Δημοκρατίας ο κ. Φέλιξ Φωρ κατηγορείτο ως φορέας επανωφόριον εις μίαν τελετήν, ενώ έπρεπε να υπάγη μόνον φρακοφορών. Και εδέησεν ήδη να έλθη ο κινηματογράφος, όπως αποδείξη ότι όλα αυτά ήσαν ανακρίβειαι και να μας δείξη το φράκον του Προέδρου και να μας αναπαραστήση την σκηνήν εις τρόπον, ώστε καμμία αμφιβολία και καμμία απορία να μη μας μένη πλέον περί αυτής.

Εις το μέλλον όλαι αι σπουδαίαι σκηναί και όλα τα γεγονότα τα βαρύνοντα εις την πλάστιγγα της ανθρωπότητος θα συλλαμβάνωνται και θα διαιωνίζωνται διά του κινηματογράφου, καθώς και όλαι αι ομιλίαι διά του φωνογράφου.

Και τοιουτοτρόπως μετά πάροδον και μιας χιλιετηρίδος ο απόγονος θα δύναται κινών δύο ηλεκτρικάς μηχανάς έμπροσθέν του να βλέπη τον Γουλιέλμον της Γερμανίας και να τον ακούη απαγγέλλοντα τον περίφημον λόγον του περί ειρήνης, ή τον κ. Δηλιγιάννην ανερχόμενον μετά ακκισμών επί του βήματος και απαγγέλοντα με την μελίρρυτον φωνήν του την κήρυξιν και του δευτέρου πολέμου.

Και δεν θα χωρή πλέον συζήτησις προ της αναπαραστάσεως εκείνης του κινήματος και του λόγου και δεν θα γίνωνται πλέον τα λάθη εκείνα των ιστορικών, τα οποία παραδέχονται μέχρι τούδε τυφλώς οι αιώνες.

Φαντασθήτε τώρα οποία πρόοδος και φαντασθήτε ακόμη από πόσα λάθη θα ελυτρωνόμεθα και πόσον θα ήμεθα περισσότερον βέβαιοι περί του παρελθόντος μας αν ο φωνογράφος και το κινηματοσκόπιον εφευρίσκοντο προ δύο χιλιάδων ετών.

Τί ωραίον που θα ήτο αν είχομεν τώρα εις μίαν αποθήκην τον Δημοσθένη απαγγέλλοντα και τον Θεμιστοκλέα επιβαίνοντα των πλοίων και τον Λεωνίδαν θνήσκοντα προ των Θερμοπυλών; Τί ωραίον όπου θα ήτο αν ηδυνάμεθα να βλέπωμεν εις ένα κινηματογράφον μ’ όλας τας λεπτομερείας τον μέγαν Αλέξανδρον νικώντα τον Δαρείον και αν αναπαριστάνομεν τον Μαραθώνα και τας Θερμοπύλας, όπως κλείσωμεν και τα στόματα εκείνων, οι οποίοι σμικρύνουν πολύ την σπουδαιότητα και τας διαστάσεις των μαχών αυτών, διαβάλλοντες και τον Ηρόδοτον;

Και θα ήτο καλόν διά την ιστορίαν του κόσμου, αλλά και κακόν ακόμη, διότι παρά τας δόξας και τας ανδρείας και τας αυτοθυσίας πόσας φρικαλεότητας δεν θα ήνοιγεν έμπροσθέν μας ο κινηματογράφος και πόσας ελεεινότητας!

Παρά τον Καίσαρα διαβαίνοντα τον Ρουβίκωνα, θα εφαίνετο ο Γαλιλαίος ανερχόμενος εις την πυράν και παρά την Ιωάνναν Δ’ Αρκ νικώσαν, οι Σικελικοί Εσπερινοί και η Νυξ του Αγίου Βαρθολομαίου παρά τον κωδωνισμόν των εκκλησιών, αι οποίαι υπεδέχοντο παν νέον έργον του Μιχαήλ Αγγέλου.

Αλλ’ όπωσδήποτε ευαρέστως ή δυσαρέστως θα εξυπηρετείτο η αλήθεια και υπάρχει οπωσδήποτε ελπίς ότι θα εξυπηρετηθή εις το μέλλον και ότι οι ευτυχείς μας απόγονοι δεν θα έχουν πλέον καν ανάγκην ν’ αναγινώσκουν ιστορίαν, αφού θα δύνανται απλούστερον έμπροσθέν των ν’ αναπαριστώσι την ιστορίαν των πατέρων των και του παρελθόντος.

Νικόλαος Επισκοπόπουλος, Επιλογή κριτικών κειμένων από το Άστυ και το Νέον Άστυ, φιλολ. επιμ. Νίκος Μαυρέλος, τόμ. Α΄, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2011, σ. 412-415.

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα