Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης στην επιφυλλίδα του «Ο κινηματογράφος κυρίαρχη έκφραση της εποχής» (1945) χαιρετίζει τον τερματισμό της αμφισβήτησης του κινηματογράφου από τους πνευματικούς ανθρώπους, εκφράζει την πλήρη εμπιστοσύνη του στις μελλοντικές δυνατότητες του σινεμά, αναγνωρίζει τον κινηματογράφο, μαζί με τη λυρική ποίηση, ως εκείνες τις τέχνες που είναι συνυφασμένες με την ευαισθησία της σύγχρονης εποχής, πιστεύει ότι το σινεμά ανακάλυψε μια νέα πηγή τροφοδοσίας της ποιητικής αίσθησης του κόσμου, λόγω κυρίως του αντιρεαλιστικού χαρακτήρα του, αναγνωρίζει τη στενή σχέση του κινηματογράφου και της ποίησης ως των τεχνών οι οποίες, εκφράζοντας την ίδια μοντέρνα ευαισθησία (αυτή που στην ποίηση φανέρωσε ο υπερρεαλισμός), πρωτοπορούν σε σύγκριση με τις άλλες τέχνες. Στο τέλος της επιφυλλίδας ο Ελύτης χαιρετίζει τη συναδέλφωση των ανθρώπων του σινεμά στα στούντιο των Σοβιέτ και των Η.Π.Α., στην αρχή της παγκόσμιας μεταπολεμικής ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Πάντως η οραματική αισιοδοξία του φαίνεται να αγνοεί το τότε ορατά διαφαινόμενο ελληνικό δράμα, τον Εμφύλιο.
Κάθε μεγάλη εποχή έχει και τη δική της ειδικώς ιδιότυπη ευαισθησία που βρίσκει βέβαια τον τρόπο να εκφραστεί μέσ’ απ’ όλες τις γνωστές μορφές της τέχνης, ευνοεί όμως μίαν απ’ όλες αυτές ιδιαίτερα και την κάνει έτσι μέσα στα χρονικά περιθώρια της έκτασής της εξαιρετικά ν’ ανθίσει. Η δραματική ποίηση στην κλασική Αθήνα, οι πλαστικές τέχνες στην Αναγέννηση, η μουσική στη ρομαντική Ευρώπη δείχνουν τί υπονοεί ο συλλογισμός αυτός.
Με βάση λοιπόν τον ίδιο συλλογισμό θα μπορούσε να υποστηρίξει κανένας σήμερα ότι η εποχή που αρχίζει είναι πιθανό να βρει κυριαρχικότερα την έκφρασή της στη λυρική ποίηση και στον κινηματογράφο. Η γνώμη αυτή πέφτοντας απότομα και σ’ ένα έδαφος κάπως απροετοίμαστο φυσικό είναι να παραξενέψει τουλάχιστον ως προς το δεύτερο μέρος της. Κι αλήθεια δεν πάει πολύς καιρός που ο κινηματογράφος εύρισκε τη μεγάλη πλειοψηφία των πνευματικών μας ανθρώπων ψυχρή και δύσπιστη μπροστά του. Το γεγονός ότι μια ταινία, ακόμα και η πιο αριστουργηματική, έμοιαζε καταδικασμένη να εξαντλεί τη γοητεία της μέσα σε περιορισμένα χρονικά όρια και ν’ αχρηστεύεται γρηγορότερα κι από το πιο μέτριο ποίημα ή το πιο αμφίβολο μουσικό κομμάτι, τους έκανε διστακτικούς, τους έβαζε ν’ αναρωτιούνται στο διάστημα συζητήσεων απέραντων αν είναι ή όχι τέχνη ο κινηματογράφος, κι αν είναι δυνατόν να γίνει, αφού αποκλείεται ν’ αποκτήσει ποτέ του αυτός έναν «Οθέλλο» π.χ. ή μια «Τζοκόντα» ή μιαν «Εννάτη»! Συλλογιστική σειρά από την αφετηρία της εσφαλμένη. Πρώτα πρώτα εκείνο που έχει σημασία σήμερα δεν είναι η θεωρητική ετικέτα που μπορούμε να κολλήσουμε απάνω σ’ έναν οποιοδήποτε τρόπο έκφρασης αλλά το ποσοστό της αίσθησης ζωής και της συγκινησιακής πρόκλησης που μπορούμε να βρούμε μέσα του. Ύστερα είναι πολύ πιο σωστό αν αντί να πασχίζουμε να κατατάξουμε τον κινηματογράφο σαν έβδομη ή όγδοη έκφραση τέχνης, της μουσικής, της ποίησης κλπ., φροντίζαμε να τον ορίσουμε σαν μια κατάσταση ανεξάρτητη αλλά παράλληλη της Τέχνης, που προχωρεί μαζί της ισότιμα και είναι ικανή σαν κόσμος αυτότελος ν’ αναπτύξει μέσα στο μέλλον αντίστοιχα δικά του ξεχωριστά είδη.
Όσοι αγαπούν να μελετούν μια τέχνη όχι μόνο από τ’ αποτελέσματα που έχει δώσει αλλά και από τις υποσχέσεις που αφήνει να διαγράφονται στον ορίζοντά της, όσοι παράλληλα πιστεύουν στη συναδέλφωση κατά κάποιο τρόπο μέσα στο μέλλον του επιστημονικού πνεύματος με το ποιητικό, που τα πρώτα σημάδια τους άρχισαν κιόλας στις ημέρες μας να παρουσιάζονται, θα καταλάβουν καλύτερα τη φράση αυτή. Ο κινηματογράφος, παρ’ όλα τα σπουδαία αποτελέσματα που πέτυχε να μας δώσει ίσαμε σήμερα, δεν μπόρεσε να βρει ακόμη τον πραγματικό εαυτό του, τη γνήσια και την οριστική του μορφή. Συνυφασμένος άμεσα με τις βιομηχανικές συνθήκες της παραγωγής, εξαρτημένος από μια τεχνική που η αδιάκοπη μεταβολή της δεν επέτρεψε τη δημιουργία παράδοσης σταθερής, υποχρεωμένος ν’ ανταποκρίνεται στη μέση στάθμη ενός κοινού διαφορετικού όχι μονάχα στην κοινωνική αλλά και την εθνολογική σύστασή του, είδε να του ’ρχονται δυσκολίες και εμπόδια από την ίδια μεριά από την οποία του είχαν αρχικά έρθει τα προνομιακά του αγαθά.
Ότι τα εμπόδια αυτά θα τα υπερνικήσει δεν υπάρχει αμφιβολία. Η κοινωνική οργάνωση της ζωής, σπρωγμένη από τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου και βοηθημένη από τις νέες της πειραματικής επιστήμης κατακτήσεις, θ’ αλλάξει οπωσδήποτε βάση. Και μια τέτοια αλλαγή δεν είναι δυνατόν παρά να δημιουργήσει τους όρους τους απαραίτητους για να συλληφθεί διαφορετικά στα μέσα της πραγμάτωσής του ο παράλληλος αυτός της Τέχνης κόσμος που σαν προϋπόθεση έχει την αρμονική συνεργασία ενός πλήθους διαφορετικών και από τη φύση και από τον προορισμό τους ανθρώπων. Οι κινήσεις της φαντασίας και οι μεταμορφώσεις της πραγματικότητας στην εποχή μας είναι τόσο μεγάλες, τόσο αλλεπάλληλες και αμοιβαίες συνάμα, έχουν τόσο πλατειά προοπτική μπροστά τους, ώστε να μη μπορούν ν’ ανταποκριθούν σ’ αυτές παρά μονάχα τρόποι έκφρασης κατάλληλοι να παρακολουθήσουν ώς το ανώτατο σημείο του υπερλογικού των διασκελισμού τις κινήσεις και τις μεταμορφώσεις αυτές. Η συνύφανση της επιστήμης και της τέχνης για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω και που τείνει ύστερα από δεκάδες αιώνων διακοπή να μας ξαναφέρει μ’ έναν άλλο τρόπο στην ενότητα της εποχής των Ιώνων.
Ο επικός αέρας της ανθρωπότητας του 20ού αιώνα με τις μεγάλες μετακινήσεις των μαζών και τις ιστορικές αγωνίες της. Η διείσδυση στα μυστήρια όχι πια τα μεταφυσικά αλλά τα επίγεια, τα άμεσα, τα απτά. Η επαναφορά του ρεαλισμού στο προσκήνιο με σκοπόν όχι τη φωτογράφηση της εξωτερικής ζωής, αλλά την απεικόνιση με φυσικά μέσα της πιο δυναμικής φαντασίας. Η παράλληλη τέλος και σύγχρονη ανάπτυξη και αλληλοεμπλοκή όλων αυτών σε μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «ταυτοχρονισμό», εννοώντας τη Simultanéité της σημερινής ζωής, αυτά όλα αποτελούν χαρακτηριστικά των καιρών μας και συγκροτούν ακαθόριστα τώρα στην αρχή έναν καινούριο μύθο που δεν είναι δυνατόν ν’ αποδοθεί ούτε στην καθολικότητα της έκτασής του, ούτε στην οξύτητα της έντασής του παρά μόνο με την εικονοπλαστική τόλμη του ποιητή και την παραστατική ευφυΐα του σκηνοθέτη.
Η ποίηση για ν’ ατενίσει και ν’ αποδώσει τους ορίζοντες της εκφραστικής αυτής ελευθερίας εδέησε να γνωρίσει μιαν αληθινή επανάσταση. Ο κινηματογράφος δεν έχει ανάγκη από το ίδιο. Είναι πολύ νέος, ορφανός από μακραίωνη παράδοση και απαλλαγμένος από το δυσάρεστο καθήκον ν’ αντιπαλαίσει με των ίδιων προκαταλήψεων τις αντιδράσεις. Περιμένει μόνο τους κατάλληλους ανθρώπους και τις κατάλληλες συνθήκες για ν’ αναπτυχθεί και να φτάσει ώς το σημείο που οι πιο μετριοπαθείς υπολογισμοί προσδιορίζουν, δηλαδή το σημείο που από μόνο του ήδη στέκει πολύ ψηλά. Για ένα τέτοιο σκοπό συγκεντρώνει μερικές βασικές προϋποθέσεις και λειτουργικές δυνατότητες που οι άλλες μορφές της Τέχνης ή δεν τις διαθέτουν καθόλου ή τις διαθέτουν σε τρόπο που να μην είναι εφικτή η ταυτόχρονη ενάσκησή τους.
Προνόμια δηλαδή του κινηματογράφου εξακολουθούν να παραμένουν: Η προσαρμογή της ρεαλιστικής ερμηνείας σε καθεμιά φαινομενολογική υπερλογική παράσταση. Η αποδέσμευση και η έκφραση καταστάσεων συναισθηματικών αντιφατικών στην ουσία τους αλλά ικανών να συζούν μέσα στο ίδιο κλίμα. Η καταστρατήγηση των περιορισμών του χρόνου και του χώρου. Η δύναμη που μπορεί στα χέρια ενός ανθρώπου αυτοπειθαρχημένου κι εξασκημένου να προωθήσει την κίνηση και τη σύνθεση ώς τ’ ακρότατα όρια της νόμιμης ελευθερίας και να δώσει αποτελέσματα αλήθεια μοναδικά.
Στα μεγάλα στούντιο των Σοβιέτ και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ήδη χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται σήμερα κάτω απ’ αυτό το πνεύμα και κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Οι δρόμοι τους είναι διαφορετικοί εντελώς αλλ’ αυτό μας χαροποιεί όλους εμάς τους πιστούς της κινηματογραφίας αντί να μας αποθαρρύνει. Είναι χαρά να νοιώθουμε ότι και για την εκδήλωση αυτή του ανθρώπου όπως και για όλες τις άλλες δεν υπάρχουν ένας ή δύο αλλά χιλιάδες δρόμοι που οδηγούν στο ίδιο υπέρτατο ιδανικό. Ας μας τους αποκαλύψει λοιπόν αυτούς τους δρόμους η διεθνής άμιλλα που από σήμερα με τόσον ευνοϊκούς όρους ξαναρχίζει.
Οδυσσέας Ελύτης, «Ο κινηματογράφος κυρίαρχη έκφραση της εποχής», εφ. Ελευθερία, 16 Οκτωβρίου 1945.