Για το έργο πολλών ποιητών που εμφανίστηκαν στη μεταπολίτευση, και ανήκουν στη λεγόμενη «γενιά του 1970» και τη «γενιά του 1980», καθώς και για όσους γράφουν σήμερα ποίηση, ο κινηματογράφος αποτελεί ένα από τα σταθερά σημεία αναφοράς και μια από τις βασικές πηγές των δημιουργικών τους εναυσμάτων. Στη βάση, λοιπόν, της ποσότητας των σχετικών αναφορών επισημαίνονται ποιητές και ποιήτριες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σινεφίλ, όπως ο Γιάννης Βαρβέρης, η Κατερίνα Γώγου, ο Γιάννης Κοντός και ο Γιώργος Χρονάς. Αν συνεκτιμηθούν οι αναφορές όλων των ποιητών και ποιητριών της μεταπολίτευσης στο σινεμά, τουλάχιστον εκείνες των δεκαετιών του 1970 και του 1980, δείχνουν την οικείωση με αυτό ως έκφανση της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας και, συνεπώς, την υπέρβαση της διάκρισης ανάμεσα στο καλλιτεχνικά υψηλό και την ταπεινή λαϊκή διασκέδαση. Επίσης, δείχνουν, και στον χώρο της ποίησης, την όσμωση της μαζικής ξένης κουλτούρας, ιδίως της αμερικάνικης, με την αντίστοιχη ελληνική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι το ποίημα του Γιώργου Χρονά «Ωδή στην Μαίριλιν Μονρόε».
Με τους νέους ποιητές της μεταπολίτευσης πληθαίνουν κατά πολύ οι αναφορές στο σινεμά, σε σύγκριση με το ποιητικό παρελθόν. Αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει ότι αναβαθμίζεται και η ποιοτική σχέση με το σινεμά, καθώς αυξάνονται αισθητά τα ποιήματα που απηχούν κινηματογραφικές τεχνικές ή δείχνουν εκλεπτυσμένη σχέση με τον κινηματογράφο του δημιουργού (βλ. τα παρακείμενα ποιήματα της Νανάς Ησαΐα, του Γιάννη Κοντού και του Γιάννη Βαρβέρη). Μια γενική διαπίστωση, επίσης, είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των ρητών αναφορών των ποιητών της μεταπολίτευσης στον κινηματογράφο αφορά το ξένο σινεμά, ενώ ελάχιστες είναι οι αναφορές στον ελληνικό κινηματογράφο (για τα στοιχεία πολλών ποιημάτων και εξέταση ορισμένων από αυτά βλ. Γαραντούδης 2014).
Ένα τρίπτυχο ποιημάτων, του Κώστα Καναβούρη, «Film noir» (1996), του Τάκη Γραμμένου, «Τα φιλμ νουάρ και εγώ» (2002) και της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, «Οι εφέστιοι σε φιλμ νουάρ» (2005), με κοινό άξονά τους την αναφορά στο φιλμ νουάρ, δείχνουν τη διαφορετική οικείωση κάθε ποιητή με ένα δημοφιλές εμπορικό κινηματογραφικό είδος. Αλλά η οικείωση με τον εμπορικό κινηματογράφο, για τους σύγχρονους ποιητές, συνυπάρχει με τις αρκετά εκλεπτυσμένες επεξεργασίες θεμάτων όπως οι σκηνοθέτες δημιουργοί και οι ταινίες τους. Τέτοια παραδείγματα είναι τα ποιήματα του Αλέξανδρου Ίσαρη και του Δημήτρη Κοσμόπουλου για τον μεγάλο ρώσο σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι (τα δύο αυτά ποιήματα υπάρχουν στα «Λογοτεχνικά κείμενα»), της Κατερίνας Γώγου και του Γιώργου Χρονά για τον Πιέρ-Πάολο Παζολίνι και του Κώστα Μαυρουδή για τον Ντστίγκα Βερτώφ. Αναφέρω, επίσης, ως παραδείγματα δύο ολόκληρες ποιητικές συλλογές με κινηματογραφικά θέματα. Του Δημήτρη Κοσμόπουλου, Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι), συγκροτείται από 24 ποιήματα που αξιοποιούν πλήθος στοιχεία της βιογραφίας του Ταρκόφσκι και διαλέγονται με το κινηματογραφικό έργο του. Η δεύτερη, του Πάτροκλου Λεβεντόπουλου, Ωδή στον Sergio Leone), αποτελείται από 23 ποιήματα αφιερωμένα στο είδος του spaghetti western.
Η τελευταία ουσιαστικά ποιητική συλλογή του Ελύτη, Δυτικά της λύπης (1995), μας επιφύλαξε ένα ποίημα που όχι μόνο διαλέγεται με το σινεμά αλλά και φαίνεται να ανταγωνίζεται τα εκφραστικά μέσα του, προβάλλοντας την υπεροχή των μέσων της ποίησης. Πρόκειται για το ποίημα «Για μια Ville d’Avray» (1995), το οποίο ανακαλεί προφανώς την αρκετά γνωστή και επιτυχημένη ταινία του Serge Bourguignon, Les Dimanches de Ville d’Avray (1962). Η ταινία βραβεύτηκε με το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας εκείνη τη χρονιά και προβλήθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο Κυριακές στην πόλι Αβραί (λεπτομερή σύγκριση του ποιήματος με την ταινία βλ. Γαραντούδης 2013, 132-137). Από τον χώρο της πεζογραφίας, ίσως η χαρακτηριστικότερη περίπτωση σύγχρονου πεζογράφου που το έργο του συνδέεται πολλαπλά και βαθιά με το σινεμά είναι εκείνη του Θανάση Βαλτινού.