Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στην επιφυλλίδα του «Κινηματογραφήματα» (1923) κρίνει τον (βωβό ακόμα) κινηματογράφο με έντονη δόση ειρωνείας. Η αρχική εντύπωση του αναγνώστη ότι ο Παλαμάς συντάσσεται με όσους θεωρούν «ανοσιούργημα» τη μεταφορά έργων της αρχαίας τραγωδίας στον κινηματογράφο, επειδή κρίνουν απαράδεκτη την άρση των περιορισμών που χωρίζουν την υψηλή τέχνη (λογοτεχνία) από τη χαμηλή κουλτούρα (κινηματογράφος), διαψεύδεται παρακάτω, όταν ο επιφυλλιδογράφος ποιητής αναγνωρίζει ρητά ότι το σινεμά κυριαρχεί παγκοσμίως, επειδή περικλείει, συνοψίζει και συγκεντρώνει όλες τις απολαύσεις των «ωραίων τεχνών». Αυτή είναι η βασική θέση του παλαμικού κειμένου, ο εκθειασμός του σινεμά ως νέας τέχνης που βρίσκεται σε μια πορεία υπέρβασης και εντέλει ακύρωσης των παραδοσιακών καλλιτεχνικών εκδοχών.
Είδα κάπου ότι μεγάλη κινηματογραφική εταιρεία εις την Αμερικήν, νομίζω, ανέλαβε να μεταφέρη εις την σκηνήν του κινηματογράφου τα αριστουργήματα της αρχαίας αττικής τραγωδίας, δηλονότι τον Αισχύλον, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδην, και τον μέγαν κωμικόν αντίμαχον εκείνων, τον Αριστοφάνη, ότι δε το άγγελμα τούτο εξηρέθισε τα νεύρα εγκρίτου ιταλικού φύλλου, το οποίον και διεμαρτυρήθη ευγλώττως εναντίον του προπαρασκευαζομένου ανοσιουργήματος. Εθαύμασα με την αφέλειαν της ιταλικής εφημερίδος. Ελησμόνησεν ότι το μελετώμενον πραξικόπημα είναι αναγκαίον παρακολούθημα της παγκοσμίου κυριαρχίας του κινηματογράφου, του επί των ημερών ημών περικλείοντος, συνοψίζοντος και συγκεντρούντος πάσας τας εκ των ωραίων τεχνών απολαύσεις. Ο Κινηματογράφος επραγματοποίησεν κατά τρόπον απροσδόκητον το όνειρον του μεγαλεπηβόλου Βάγνερ, του μελετήσαντος και αποτολμήσαντος, με όλην την δύναμιν της υπερνεφέλου τευτονικής φαντασίας του διά του μουσικού του δράματος την αδελφοποίησιν και εις είδος απεράντου συμφωνίας συνεργασίαν ποιήσεως, μουσικής, πλαστικής. Ο κινηματογράφος φιλοδοξεί με την βοήθειαν της δράσεως και μόνης να εξεγείρη και διαδοχικώς και ταυτοχρόνως εις τας καρδίας και τας διανοίας, κυριώτατα δε εις τας αισθήσεις ημών τας μεθυστικάς συγκινήσεις, τας οποίας ακόμα εξακολουθούν να αποτελώσι διά τους συντηρητικούς και τους οπισθοδρομικούς των ανθρώπων αι λεγόμεναι ωραίαι τέχναι, υπολείμματα και λείψανα χρόνων άλλων και διαθέσεων, ημέρα τη ημέρα παρακμαζουσών και εξατμιζομένων. Με την διαφοράν ότι αι ωραίαι τέχναι παρέχουν τας συγκινήσεις ταύτας ταξινομημένας και διακεκριμένας, ως ειπείν, και μοιρασμένας εις εκάστην των αισθήσεων, και οπωσδήποτ’ εξιδανικευμένας και αποκρυσταλλωμένας και στατικάς· εκάστη τέχνη, Μούσα με ιδιαίτερα γνωρίσματα και με ιδιάζοντα χαρίσματα, εκάστη αυτόνομον βασίλειον, και ότε ακόμη απευθύνεται εις την δράσιν συγκρατείται εντός ορίων, τα οποία δεν δύναται να υπερβή, χωρίς να επιφέρη σύγχυσιν και να μεταβληθή από καλλιτεχνίας εις τερατολογίαν. Εις την Μουσικήν φθάνει ο ήχος για να γοητεύη και εις την Ποίησιν ο Λόγος. Και το Θέατρον, όσον και αν εκτροχιάζεται εις θέαμα αποκλειστικόν, ποτέ δεν λησμονεί να συγκρατή τον θεατήν με την χάριν της φράσεως, ρητορικής έστω και μελοδραματικής και τετριμμένης, και ακόμη με την παρέμβασιν του ανθρωπίνου με σάρκα και οστά παράγοντος, οποίος ο υποκριτής ή ηθοποιός, είδωλον προς το οποίον απευθύνονται αμέσως οι γέλωτες και τα δάκρυα, οι ενθουσιασμοί και αι επευφημίαι του κοινού. Τώρα όλ’ αυτά, και αν δεν παρέρχωνται και αν εξακολουθούν να συγκεντρώνουν ανθρωπίνους ομάδας, φανερόν ότι απωθούνται εις την δευτέραν γραμμήν, ότι μετατίθενται εις τα μετόπισθεν, μέχρις ου, παραμελούμενα, στερηθώσι των μέσων της καλλιεργίας, και βαθμηδόν, καχεκτικά και φθισικά, εξαφανισθούν από την σκηνήν του ματαίου τούτου κόσμου. Ο λόγος μου αφορά, κυριώτατα, εις την τέχνην του λόγου. Εις την γλώσσαν, την οποίαν ο ρυθμός, ο στίχος, ο ήχος, το άσμα και υπεράνω και υποκάτω τούτων, το νόημα, και, με μία λέξιν, το ύφος, ανυψώνουν εις το άκρον άωτον της εντελείας και της εκφραστικότητος, και την παρουσιάζουν και εναλλάξ και ταυτοχρόνως εις τα πνεύματα ημών με το σώφρον μεγαλείον της Αθηνάς και με την εκλύουσαν μαγευτικότητα της Αφροδίτης. Ο Κινηματογράφος ανύψωσεν εις περιωπήν, μέχρι της χθες απροσδόκητον εις τας φαντασίας των ανθρώπων, την ταπεινήν και την αγοραίαν παντομίμαν, ετραυμάτισε θανασίμως τον Λόγον, τί λέγω ετραυμάτισε; τον επέταξε ως περιττήν πολυτέλειαν, συνεχρόνισε ταχυδακτυλουργικώς και τεραστίαν ανέδειξεν την κίνησιν, έλυσε το πρόβλημα του αεικινήτου εις τέχνην ανταρτικήν, την οποίαν διέπλασεν όλως διόλου δυναμικήν, εις το πείσμα της πλαστικής, η οποία δεν είναι παρά η ακινησία, εκστατική και υποβλητική, καθώς γνωρίζουν να είναι ωρισμένα κλασσικά αριστουργήματα, και εδημιούργησε το βωβόν δράμα, ζωγραφικήν παλλομένην, πολύπαλον, ζώσαν, ως ένσαρκον, και με όλον της το αερώδες και το ασύλληπτον, κυριώτατα δε απέδειξε την Ποίησιν, η οποία επί της σκηνής από του Αισχύλου μέχρι του Ίψεν και των συνεχιστών εκείνων δεν έπαυσε να θαυματουργή με τον Λόγον, ομού και μέσον και σκοπόν, την απέδειξε χίμαιραν παιγνιώδη, ανήκουσαν εφεξής εις το παρελθόν, στερουμένην μέλλοντος, διατηρούσαν εις το παρόν ακόμη, χάρις εις την κτηθείσαν διά των αιώνων ταχύτηταν, φασματώδη ύπαρξιν. Πόσον παιδαριωδώς εσκέπτεπτο ο Έλλην ποιητής, ότε ανέκραξε με την συνηθισμένην εις τους ομοτέχνους του αφέλειαν: «Πάντα η Ποίησις θα ζη και Χάρο δε φοβάται – Ενόσω τ’ άστρα τ’ ουρανού γυρνούν φωτιά γεμάτα – κι η φύσις έχει άνοιξιν κι η ανθρωπότης νιάτα!» Και πόσον σοφώς εστοχάζετο ο ρώσσος Τολστόη, προφητεύων ότι, αργά ή γρήγωρα, ο στίχος είναι προωρισμένος να εκλίπη ως κάτι περιττόν και μάταιον, από τας ιεροτελεστίας των λειτουργών της Τέχνης. Ο Κινηματογράφος δεν επολέμησε τον στίχον, μεθ’ όλας τας διαμαρτυρίας των καλλιεργούντων αυτόν περί της θεότητός του· τον στίχον ούτε τον επρόσεξεν· επολέμησε κ’ εγονάτισε και συνέτριψεν αυτόν τον Λόγον. Εβίασε και κατέπεισε και παρέσυρε την μεγάλην πλειονότητα των ταλαιπόρων θνητών να εντρυφά εις την χαράν του Θεάτρου, υψίστου καρπού της ποιητικής Τέχνης, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκην του Λόγου, ή μόνον ως είδους τοιχοκολλήματος του δρόμου διά να του διευκολύνη την μύησιν εις την υπόθεσιν του κινηματογραφημένου έργου. Και πώς όχι; Αφού το παράδειγμα εις την καταφρόνησιν του Λόγου μάς το έδωκαν μεταξύ άλλων, πρώτοι πάντων δύο γόητες της αριστοτέχνιδος γλώσσης, ο γάλλος Ανατόλ Φρανς και ο ιταλός Δανούντσιο, αφού έδωκαν την άδειαν —αντί αδράς, εννοείται, αμοιβής— να κινηματογραφηθούν ωρισμένα των αριστουργήματα. Είναι, ως να παρουσιάζης επί της σκηνής, έστω και με πολυτελή ενδύματα, βασιλίσσας του άσματος, καμμίαν Πάτη και καμμίαν Μαλιβράν, με φίμωτρον. Η «Σαλαμπώ», το επικόν ποίημα του μεγάλου Φλωμπέρ κινηματογραφημένον. Είμαι βέβαιος ότι ο αδιάλλακτος ούτος ποντίφηξ της θρησκείας του Λόγου θα έσχιζε τα ρούχα του, εάν έζη και του εγίνετο πρότασις να παραδώση την κόρην του εις απογυμνωτάς και εις βεβηλωτάς. Πολύ περισσότερον τον αιθέριον Λαμαρτίνον θα συνεκλόνη αποτροπίασις, εάν ηδύνατο να φαντασθή ότι το ως ψαλμόν του Δαβίδ και ως την ιστορίαν της Εσθήρ ιερόν έπος του, τον «Ζοσλαίν», θα τον μετέβαλλον εις θέαμα κινηματογραφικόν οι πολυμήχανοι επιχειρηματίαι, πάνσοφοι και άκαρδοι ως οι ήρωες της άλλης θαυμαστής εποποιίας του, της «Πτώσεως ενός αγγέλου». Εκείνον τον οποίον δεν ηυχαρίστει καμμία μετακίνησις και μελοποίησις ακόμη, της πασιγνώστου «Λίμνης» του και την ηξίου απαρασάλευτον και απαραβίαστον εις την αρχικήν μορφήν της. Και όμως και η «Σαλαμπώ» και ο «Ζοσλαίν» εκινηματογραφήθησαν. Τώρα φαντασθήτε τον Αισχύλον, χωρίς την αδιάπτωτον θρησκευτικήν δραματικήν, και άκρον άωτον της υψιγορίας, συγκίνησίν του, τον Σοφοκλή χωρίς την παναρμόνιον εντέλεια του λόγου του, και τον Ευριπίδην, αποστερημένον της μελωδικής και φιλοσόφου ρητορείας του, εάν, εννοείται, υποπτεύεσθε οπωσδήποτε την αξίαν και την αναγκαιότητα των πραγμάτων αυτών. Και πηγαίνετε τότε να διασκεδάσετε.
Κωστής Παλαμάς, «Κινηματογραφήματα», εφ. Εμπρός, 12 Ιουνίου 1923.