Στη μεταπολεμική περίοδο, σε σύγκριση με τον μεσοπόλεμο, τα αναφερόμενα ποικιλοτρόπως στον κινηματογράφο ποιήματα πολλαπλασιάστηκαν, σε συνάρτηση αφενός με τη γενίκευση και την ένταση του ενδιαφέροντος των λογοτεχνών για τον κινηματογράφο, αφετέρου την εξέλιξή του, ιδίως τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, από λαϊκό θέαμα σε πολύπτυχη αφηγηματική τέχνη και στην εκλεπτυσμένη έκφραση μιας μεγάλης γκάμας συναισθηματικών και στοχαστικών καταστάσεων. Έτσι, οι ποιητικές αναφορές σε διάφορες πλευρές του κοινωνικού και ψυχαγωγικού βιώματος του σινεμά εντοπίζονται, τη μεταπολεμική εποχή και φτάνουν μέχρι τη μεταπολίτευση, σε αρκετά ποιήματα διαφόρων ποιητών, όπως του Μανόλη Αναγνωστάκη (τέσσερα ποιήματα), του Μίλτου Σαχτούρη (δύο), του Τίτου Πατρίκιου (δύο), του Πάνου Κ. Θασίτη (τρία), του Γ.Ξ. Στογιαννίδη (δύο), του Έκτορα Κακναβάτου (ένα), του Θωμά Γκόρπα (ένα), του Ντίνου Χριστιανόπουλου (έξι), του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (τρία), του Σπύρου Τσακνιά (ένα), του Ανδρέα Αγγελάκη (ένα), της Κικής Δημουλά (ένα) και του Λουκά Κούσουλα (ένα) (για τα στοιχεία των ποιημάτων και διεξοδική εξέταση ορισμένων από αυτά βλ. Γαραντούδης 2012). Ίσως η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση του φυσικού τρόπου ή της οικειότητας με την οποία ο εμπορικός κινηματογράφος βιώνεται από τους μεταπολεμικούς ποιητές, σε πλήρη συνύπαρξη-αρμονία με την πραγματικότητά τους, είναι το ολιγόλεξο κείμενο του Αναγνωστάκη από το ΥΓ.:
Είχε ζήσει δύο ολόιδιες σκηνές πριν από την «Καζαμπλάνκα».
Η αναφορά γίνεται στην πασίγνωστη δραματική ταινία του Michael Curtiz (1942) και προφανώς στην τελευταία σκηνή του αποχαιρετισμού-χωρισμού του ζευγαριού.
Την ίδια εποχή υπάρχουν ποιήματα που αφιερώνονται ή και εξυμνούν εμβληματικές μορφές ηθοποιών, αντρών και γυναικών, από τον χώρο του εμπορικού-λαϊκού κινηματογράφου, όπως ο Charlie Chaplin και η Marilyn Monroe. Επιπρόσθετα, όμως, εμφανίζονται τα πρώτα ποιήματα με τα οποία αναπτύσσεται η σχέση με τον κινηματογράφο του δημιουργού ως αναπόσπαστο καλλιτεχνικό ερέθισμα-βίωμα για τη διαμόρφωση της αισθητικής και της τεχνοτροπίας των μεταπολεμικών ποιητών (π.χ. το ποίημα «Μοντάζ» του Άρη Αλεξάνδρου).
Στη δεκαετία του 1960, πιθανόν παρακινημένος από το έντονο ενδιαφέρον των νεότερών του ποιητών για το σινεμά, ο υπερρεαλιστής ποιητής της γενιάς του 1930 Ανδρέας Εμπειρίκος έγραψε τα δύο αναφερόμενα στο σινεμά γραπτά του, «Ο βασιλιάς ο Κογκ», σχετικά εκτενές πεζό ποίημα ή και σύντομο αφήγημα (1980, 67-74), και το ποίημα «Κινηματογράφος ή Cinema ή Movies». Στο «Ο βασιλιάς ο Κογκ» ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής ανατρέχει μνημονικά στο Παρίσι, χρονολογώντας την εποχή των αναμνήσεων του στη δεκαετία 1920-1930, και περιγράφει μια νυχτερινή και, ως συνήθως στον Εμπειρίκο, μαγική περιδιάβασή του στην πόλη. Το θαυμαστό συμβάν αυτής της περιδιάβασης είναι η καταστροφική εμφάνιση του Κιγκ Κογκ, του τερατωδών διαστάσεων γορίλα της αμερικάνικης ταινίας King Kong (1933), σκηνοθετημένης από τον Merian C. Cooper και τον Ernest B. Schoedsack. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτού του κειμένου είναι ότι ο γορίλας αποκόπτεται από το πλαίσιο της λαϊκής αμερικάνικης ταινίας και συνδέεται συμβολικά με τον μεσοπολεμικό υπερρεαλισμό, τη μουσική τζαζ και την τότε ευρωπαϊκή ανακάλυψη της αφρικανικής και γενικότερα της πρωτόγονης τέχνης.
Ως προς τη σχέση πεζογραφίας και σινεμά στα μεταπολεμικά χρόνια, δύο σταθμοί είναι η ταινία Η Στέλλα (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη, βασισμένη σε σενάριο του θεατρικού συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη (βλ. σχετικά τη μελέτη της Μήνη 2006) και η ταινία Ζ (1969) του Κώστα Γαβρά, προσαρμογή του μυθιστορήματος του Βασίλη Βασιλικού Ζ, φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (1966) (βλ. Αγάθος 2010). Επίσης, οι ταινίες μυθοπλασίας του Τάκη Κανελλόπουλου, της δεκαετίας του 1960 (Ουρανός 1962· Εκδρομή 1966· Παρένθεση 1968), είναι πολλαπλά συγκρίσιμες με έργα της ελληνικής μεταπολεμικής πεζογραφίας.