Το ποίημα της Νανάς Ησαΐα είναι ένα σπονδυλωτό κείμενο, έκτασης 236 στίχων, διαιρεμένων σε 16 αριθμημένα μέρη. Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια περιγράφει την επίσκεψή της σε κινηματογραφική αίθουσα και την παρακολούθηση μιας ταινίας, που βαθμιαία μετασχηματίζεται στη χασματική εφιαλτική προβολή της δικιάς της ζωής, από το παρελθόν έως το παρόν. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό ποιητικό παράδειγμα του σύνθετου τρόπου με τον οποίο, για ένα ποιητή/ποιήτρια της δεκαετίας του 1970, η «πραγματική» ζωή συμπλέκεται αξεδιάλυτα με την εικονική-πλασματική κινηματογραφική πραγματικότητα που εντέλει υποκαθιστά τον πραγματικό κόσμο.
Το φιλμ είχε αρχίσει. Μαζεύτηκα σε κρέας και αίμα. Ένας λυγμός με παίδευε καθώς έπαιζε ο εαυτός μου. Θα ήταν ευτυχισμένος κάποτε. Αυτό φαινότανε από την εξοχή και τη μακρινή θάλασσα στον άνεμο. Μια παραλία από αστεία κοχύλια κι ένα παιδί. Μια παραλία από μιαν ιστορία παιδική. Μια παραλία — Έσκυψα να μαζέψω ένα κλαδί μέσα από τα φύκια. Ένας ροζ κόκκινος βράχος έλεγε πως ήταν ωραίος ο θάνατος κάτω από τον ήλιο. Κι εσύ; Αέναη ερώτηση σαν μια αναδίπλωση μέσα σ’ ένα ίδιο κύμα. Θυμάμαι αγάπη το κλίμα στο Νότο. Το κλίμα στον Βορρά. Το κλίμα — Το μικρό καβούρι που μπήκε σ’ ένα τυχαίο αυτί ξένο. Και το γυαλί που θύμιζε βότσαλο και ήταν διάφανο και θολό για όλη μου τη ζωή. Και κάτι άλλο που ήταν πολύ σαν άλογο στον άνεμο. Ένας καλπασμός. Ο αφρός της θάλασσας από την οθόνη φτάνει ώς εδώ σκέφτηκα. Πρέπει να σηκωθώ. Θα βραχούμε.
Νανά Ησαΐα, Ένα βλέμμα, Αθήνα, Ερμείας 1974, σ. 49-56: 50-51.