Στην κριτική του για το Σαλόν του 1859, μια διεθνή έκθεση τέχνης στο Παρίσι, ο Baudelaire παίρνει κριτική θέση απέναντι στη φωτογραφία. Δύο είναι οι άξονες της κριτικής του: η πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, και άρα ο παραγκωνισμός του φαντασιακού που αποτελεί την ύψιστη αποστολή του πραγματικού καλλιτέχνη, καθώς και η τυφλή λατρεία του πλήθους προς την καινούρια τεχνική, δηλαδή η μαζικότητά της.
Στους χαλεπούς καιρούς μας γεννήθηκε μια νέα τέχνη, η οποία δεν συνέβαλε λίγο στη δημιουργία μιας ανόητης πίστης γι’ αυτήν και στην καταστροφή εκείνου που μπορούσε να είναι ακόμη θεϊκό στο γαλλικό πνεύμα. Αυτό το ειδωλολατρικό πλήθος απαιτούσε ένα ιδεώδες αντάξιό του και ταιριαστό με τη φύση του, χωρίς αμφιβολία. Προκειμένου για τη ζωγραφική και την αγαλματοποιία, το σημερινό Πιστεύω των ανθρώπων του κόσμου, κυρίως στη Γαλλία (και δεν νομίζω να βρεθεί κανένας που θα δηλώσει το αντίθετο), είναι το παρακάτω: «Πιστεύω στη φύση και δεν πιστεύω παρά μόνο στη φύση [υπάρχουν καλές δικαιολογίες γι’ αυτό]. Πιστεύω ότι η τέχνη είναι και δεν μπορεί να είναι η ακριβής αναπαράσταση της φύσης [μια δειλή σχισματική αίρεση υπαγορεύει ώστε τα αηδιαστικά φυσικά αντικείμενα να αγνοούνται, για παράδειγμα, ένα ουροδοχείο ή ένας σκελετός]. Έτσι, η τέχνη που θα μας έδινε το πιστό αντίγραφο της φύσης θα ήταν η απόλυτη τέχνη». Ένας θεός εκδικητικός εισάκουσε τις ευχές αυτού του όχλου. Ο Νταγκέρ υπήρξε ο μεσσίας του. Και τότε ο όχλος είπε: «Αφού η φωτογραφία μάς δίνει όλες τις επιθυμητές εγγυήσεις της ακρίβειας [το πιστεύουν αυτό, οι ανόητοι!], η τέχνη είναι η φωτογραφία». Από εκείνη τη στιγμή η ακάθαρτη κοινωνία όρμησε, σαν ένας και μοναδικός Νάρκισσος, για να θαυμάσει τη χυδαία της εικόνα αποτυπωμένη στο μέταλλο. Μια τρέλα, ένας παράξενος φανατισμός κυρίευσε όλους αυτούς τους καινούριος λάτρεις του Φοίβου. Αλλόκοτα βδελύγματα παρήχθησαν. Συνδυάζοντας και ομαδοποιώντας περίεργους και πατσαβούρες, στολισμένους όπως οι χασάπηδες και οι πλύστρες στο καρναβάλι, και παρακαλώντας αυτούς τους ήρωες να έχουν την καλοσύνη να συνεχίσουν τις περιστασιακές τους γκριμάτσες για όσο το απαιτεί το εγχείρημα, κολακεύεται ο καθένας να πιστεύει ότι αποδίδει τις τραγικές ή χαριτωμένες σκηνές της αρχαίας ιστορίας. Κάποιος δημοκράτης συγγραφέας θα πρέπει ν’ ανακάλυψε εκεί ένα φτηνό μέσο ώστε να διαδώσει στο λαό την απέχθεια της ιστορίας και της ζωγραφικής, διαπράττοντας έτσι μια διπλή ιεροσυλία και προσβάλλοντας συγχρόνως τη θεία ζωγραφική και την έξοχη τέχνη του ηθοποιού. Λίγο καιρό μετά, χιλιάδες διψασμένα μάτια έσκυβαν επάνω στις τρύπες του στερεοσκόπιου σαν να ήταν οι φεγγίτες του απείρου. Η αγάπη προς την αισχρότητα, που είναι τόσο διαρκής στα φυσικά αισθήματα του ανθρώπου όσο και η αγάπη προς τον εαυτό του, δεν μπορούσε ν’ αφήσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια θαυμάσια ευκαιρία ικανοποίησης. Και να μη λένε ότι τα παιδιά που επιστρέφουν από το σχολείο είναι τα μόνα που διασκέδαζαν μ’ αυτές τις ανοησίες· ο κόσμος έδειξε αμέσως τον ενθουσιασμό του γι’ αυτές. Άκουσα μια όμορφη κυρία του καλού κόσμου, όχι του δικού μου, να λέει σε κάποιους που της έκρυβαν διακριτικά κάτι τέτοιες εικόνες, επιφορτισμένους επίσης να κρατούν τα προσχήματα για λογαριασμό της: «Δώστε μου, παρ’ όλα αυτά· δεν υπάρχει τίποτε πολύ χοντρό για μένα». Ορκίζομαι πως το άκουσα αυτό· αλλά ποιος θα με πιστέψει; «Βλέπετε καλά ποιες είναι οι μεγάλες κυρίες!» είπε ο Αλέξανδρος Δουμάς. «Υπάρχουν και μεγαλύτερες από αυτές!» είπε ο Γκαζότ.
Καθώς η φωτογραφική τέχνη ήταν το καταφύγιο όλων των αποτυχημένων ζωγράφων, των ατάλαντων ή των τεμπέληδων που δεν τελείωσαν τις σπουδές τους, αυτός ο καθολικός ενθουσιασμός είχε μόνο το χαρακτήρα της τύφλωσης και της βλακείας, αλλά επίσης και τη χροιά μιας εκδίκησης. Δεν πιστεύω, ή τουλάχιστον δεν θέλω να πιστέψω, ότι μπόρεσε να πετύχει απόλυτα μια τόσο ανόητη συνωμοσία, στην οποία βρίσκει κανείς, όπως και σ’ όλες τις άλλες, τους πονηρούς και τα κορόιδα· αλλά είμαι πεπεισμένος ότι οι ανάρμοστες πρόοδοι της φωτογραφίας συνέβαλαν πολύ, όπως άλλωστε κάθε πρόοδος καθαρά υλική, στην άμβλυνση του γαλλικού καλλιτεχνικού πνεύματος, ήδη τόσο σπάνιου. Η μοντέρνα Κενοδοξία μάταια ουρλιάζει και ρεύεται όλους τους βορβορυγμούς της παχυλής της προσωπικότητας, και ξερνάει όλες τις δύσπεπτες σοφιστείες με τις οποίες μια πρόσφατη φιλοσοφία την μπούκωσε μέχρι τ’ αυτιά· αυτό απλώς ενισχύει την άποψη ότι η βιογραφία, κάνοντας βίαιη εισβολή στην τέχνη, έγινε ο πιο θανάσιμος εχθρός της και ότι η σύγχυση των δυο λειτουργιών αποτελεί εμπόδιο για τη σωστή τους εκπλήρωση. Η ποίηση και η πρόοδος είναι δυο δοξομανείς του μισούνται μ’ ένα μίσος ενστικτώδες, και, όταν συναντηθούν στον ίδιο δρόμο, πρέπει ο ένας από τους δυο να γίνει υπηρέτης του άλλου. Αν επιτραπεί στη φωτογραφία να αντικαταστήσει την τέχνη σε κάποιες λειτουργίες της, γρήγορα θα την παραγκωνίσει ή θα την διαφθείρει ολότελα, χάρη στη φυσική συμμαχία της ανοησίας του όχλου. Πρέπει λοιπόν να επιστρέψει στο αληθινό της καθήκον, αυτό δηλαδή της υπηρέτριας των επιστημών και των τεχνών, αλλά μιας πολύ ταπεινής υπηρέτριας, όπως η τυπογραφία και η στενογραφία, οι οποίες ούτε δημιούργησαν, ούτε αντικατέστησαν τη λογοτεχνία. Να εμπλουτίσει γρήγορα το λεύκωμα του ταξιδιώτη και να χαρίσει στα μάτια του την ακρίβεια που ίσως θα έλειπε από τη μνήμη του, να κοσμήσει τη βιβλιοθήκη του φυσιοδίφη, να μεγεθύνει τα μικροσκοπικά ζώα, να ισχυροποιήσει με κάποιες πληροφορίες τις υποθέσεις του αστρονόμου, να είναι τέλος ο γραμματέας και συμβουλάτορας του καθενός που το επάγγελμά του απαιτεί μιαν απόλυτη υλική ακρίβεια — ώς εκεί, τίποτε το μεμπτό. Να γλιτώσει από τη λήθη τα ετοιμόρροπα ερείπια, τα βιβλία, τις λιθογραφίες και τα χειρόγραφα που κατατρώει ο χρόνος, τα πολύτιμα πράγματα που το καλούπι τους κοντεύει να εξαφανιστεί και που αναζητούν μια θέση στα αρχεία της μνήμης μας, θα την ευχαριστούσαμε και θα την χειροκροτούσαμε. Μα αν της επιτραπεί να σφετεριστεί το πεδίο του αψηλάφητου και του φανταστικού, ένα χώρο ο οποίος δεν αξίζει παρά μόνο επειδή ο άνθρωπος έβαλε εκεί την ψυχή του, τότε αλίμονό μας!
Charles Baudelaire, «Το μοντέρνο κοινό και η φωτογραφία». Αισθητικά δοκίμια, μτφρ. Μαρία Ρέγκου, Printa, Αθήνα 22005, σ. 120-123.