Η Ομόνοια 1980 του Ιωάννου είναι η πρώτη αυτοτελής ελληνική έκδοση που συνδυάζει λογοτεχνικό κείμενο και φωτογραφική εικόνα. Ο Ιωάννου συνεργάστηκε στενά με τον φωτογράφο Αντρέα Μπέλια στην επιλογή των θεμάτων. Απεικονίζονται θαμώνες σε στέκια της Ομόνοιας και άνθρωποι που συχνάζουν στους δρόμους γύρω από την πλατεία. Είναι διάχυτη η αισθησιακή ματιά του συγγραφέα στους ανθρώπους της πλατείας, γεγονός που αποτυπώνεται και στις φωτογραφίες.
Μπροστά από τους θεατές αυτούς κυλάει το αδιάκοπο ποτάμι των διερχομένων. Αυτών που περνούν αποπάνω κι αυτών που βουτούν στο υπόγειο, για να ξαναβγούν από την άλλη ή να αναχωρήσουν με τα τραίνα. Κι ακόμα είναι εκείνοι που έρχονται με τα τραίνα και αναδύονται κατά πυκνές φάλαγγες από τη γη, για να φύγουν ή να προστεθούν στους αναμένοντες. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά τα πλήθη οι άνθρωποι με στολή, φαντάροι, ναύτες, σμηνίτες, χωροφύλακες, αστυφύλακες, αξιωματικοί, καλόγριες. Κι ακόμα, τρομοκρατημένοι, συνήθως, παπάδες και λυσίκομοι διάκοι με ατλαζένια, γλυκύτατα στο χρώμα αντεριά, που μισοφαίνονται, και βλέμματα στριφογυριστά, που μισοπροδίδονται, περνούν δήθεν αδιάφοροι.
Κάτω στο υπόγειο δεν έχει πια πού να απαγκιάσει κανείς. Έγιναν όλα τράπεζες, πρακτορεία και καταστήματα σαχλών αναμνηστικών. Άλλωστε και το αδιάκοπο διαλαλητό των διαφόρων πολιτικών εντύπων σε κάνει να αναδυθείς το ταχύτερο. Κάποτε είχε κι εδώ μια όαση παραμονής, μια καφετερία αρκετά ύποπτη, όπου σαν μέσα από γυάλα παρατηρούσες την κίνηση ή και σε παρατηρούσαν οι φιλοπερίεργοι. Τώρα περνάς από την μια στην άλλη, χωρίς καμιά δικαιολογία για καθυστέρηση και χωρίς να προφταίνεις να μελετήσεις τίποτε. Το πολύ πολύ να συναντήσεις τα εντεταλμένα για την παρακολούθηση μάτια, που δεν είναι πάντοτε και τόσο άγρια. Και, αληθινά, ένα τέτοιο υπόγειο πέρασμα πρέπει να επιτηρείται άγρυπνα στην εποχή μας, γιατί πολλά μπορούν ξαφνικά να συμβούν. Όταν βρέχει όμως είναι πολύ ωραία στο υπόγειο. Ακουμπάς σε μια κολόνα και περιμένεις. Εδώ κι εκεί πολλοί και διάφοροι εγκλωβισμένοι νεαροί σε κοιτάζουν με κάποιο δέος στα μάτια. Βρέχει πολύ και θέλουν να πάνε σπίτι τους, όπου κάποιος τους περιμένει. Ενώ εσύ είσαι μόνος και ωσάν αδιάβροχος και αυτό το θεωρούνε δύναμή σου. Σου μιλάνε με τα μάτια για το σπίτι τους, που είναι λαϊκή συνοικία, και πώς θα πάνε.
Γιώργος Ιωάννου, Ομόνοια 1980, Κέδρος, Αθήνα 21987, σ. 46-48.