Το πεζό ποίημα του Εμπειρίκου «Ο φωτοφράκτης» (1960) απηχεί την αισθητική αποτίμηση του ποιητή για τη φωτογραφία. Ο φωτοφράκτης, δηλαδή το διάφραγμα της μηχανής που ανοιγοκλείνοντας επιτρέπει σε συγκεκριμένη ποσότητα φωτός να φτάσει στο φιλμ, παρουσιάζεται ως «μάτι αδέκαστο», πλησιάζοντας αυτό που ο Walter Benjamin ονομάζει «οπτικό ασυνείδητο». Ο ρεμβασμός του παρατηρητή πάνω στην εικόνα κινητοποιεί τη στατικότητά της, μετατρέποντάς την σε αφήγηση.
Οι ώρες μέσα απ’ τους ιριδισμούς και τα παιχνίδια ρέουν, όπως ανάμεσα στα πολυτρίχια τα διαυγή νερά. Και ο ρεμβασμός με τα κλειδιά του ανοίγει τους ορίζοντες, που απλώνουν και αδιακόπως μεγαλώνουν, σαν κύκλοι πέτρας που έπεσε σε επιφάνειαν αδιατάρακτη από πράξεις φθαρτές και νόθες.
Όρθρος η ώρα η πρώτη. Πίσω της, η λαγαρή πρωία, με δείκτες ρόδινους που γρήγορα (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν) γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας.
Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα. Και ιδού που μεταλλάσσει πλήρως την εικόνα· από μια στατική στιγμή (ας πούμε καρφωμένη) την μετατρέπει σε πολυκύμαντον χορόν ωρών και πλαστικών σωμάτων ευρυθμίας, σε οντοποίησιν απτήν και ασπαίρουσαν παντός οράματος, πάσης επιθυμίας.
Γλυφάδα, 10.7.1960
Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος, Αθήνα 52008, σ. 29.