Το 1980 ο Γιώργος Ιωάννου εκδίδει ένα ασυνήθιστο βιβλίο. Πρόκειται για την Ομόνοια 1980, στην οποία ο συγγραφέας υπογράφει το κείμενο, το οποίο συνοδεύεται, αντιστικτικά σε κάθε σελίδα, από φωτογραφίες του Ανδρέα Μπέλια. Το εγχείρημα του Ιωάννου εγκαινίασε στην Ελλάδα ένα λογοτεχνικό είδος που στην Ευρώπη είναι γνωστό τουλάχιστον από το 1892, οπότε εκδόθηκε το πρώτο φωτογραφικά επενδυμένο μυθιστόρημα, Bruges-la-morte του Georges Rodenbach, και κορυφώθηκε στο γύρισμα του 21ου αιώνα με την έκδοση των φωτογραφικά επενδυμένων μυθιστορημάτων του W.G. Sebald.
Στην Ελλάδα, από τα μέσα τις δεκαετίας του ’90 και έπειτα, λογοτεχνικά κείμενα που συνοδεύονται από φωτογραφίες εκδίδονται συστηματικά. Πρωτεργάτες του είδους αναδεικνύονται οι πεζογράφοι Μισέλ Φάις (Ύστερο βλέμμα, 1996· Η πόλη στα γόνατα, 2002· Κτερίσματα, 2013) και Χρήστος Χρυσόπουλος (Φακός στο στόμα, 2012· Η συνείδηση του πλάνητα, 2015· Άννα Βέρα, 2015), που βγάζουν οι ίδιοι τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενά τους. Δραστηριότητα στον τομέα αυτόν έχουν δείξει και άλλοι αναγνωρισμένοι πεζογράφοι, οι οποίοι συνέπραξαν με γνωστούς φωτογράφους, όπως ο Θανάσης Βαλτινός (Σχισμή φωτός, 2001), η Σώτη Τριανταφύλλου (Λος Άντζελες, 2007) και ο Κώστας Καβανόζης (Το χαρτόκουτο, 2015) (Παπαργυρίου 2013).
Ένα μεγάλο μέρος των κειμένων που επενδύονται με φωτογραφίες ασχολείται με το ελληνικό αστικό τοπίο, κυρίως της πρωτεύουσας, και τον βίαιο εκσυγχρονισμό του σε μεταιχμιακές ιστορικές στιγμές. Στο βιβλίο του Ιωάννου δίνεται έμφαση στον αιφνίδιο εκμοντερνισμό της πλατείας Ομονοίας στην πενταετία μετά τη μεταπολίτευση. Αντίστοιχα, Η πόλη στα γόνατα του Μισέλ Φάις ανιχνεύει την γκετοποίηση περιοχών της πρωτεύουσας στα εύπορα χρόνια πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ενώ ο Χρήστος Χρυσόπουλος περιπλανιέται σε υποβαθμισμένες περιοχές της πρωτεύουσας διαπιστώνοντας τις τραγικές της αλλαγές μέσα στην οικονομική κρίση. Κατά κάποιον τρόπο, το επενδυμένο με φωτογραφίες βιβλίο γίνεται προνομιακό μέσο αποτύπωσης του αστικού μορφώματος.
Το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού Σχισμή φωτός εκδόθηκε το 2001 σε σύμπραξη με τον γάλλο φωτογράφο Jean-François Bonhomme. Ο Βαλτινός επεξεργάζεται τη θεματική του φωτός, την οποία εξετάζει μέσα σε ένα διακειμενικό πλέγμα αναφορών, από το Βυζάντιο μέχρι τον Βιζυηνό και τον Σικελιανό. Ο Βαλτινός στη Σχισμή φωτός, όπως και στο κείμενό του που συνόδεψε το λεύκωμα Ελλάδα, πατρίδα του φωτός με φωτογραφίες του Νίκου Δεσύλλα (2000), θεωρεί το φως προνόμιο ελληνικότητας. Αντίστοιχα, οι ελληνόθεμες φωτογραφίες του Bonhomme αντιμετωπίζουν το φως ως ελληνική ποιότητα. Η ελληνοκεντρική στάση του Βαλτινού πιθανότατα εδράζεται στη μυθολογία του φωτός που δημιούργησε η λογοτεχνική γενιά του ’30, σε σχέση με μια τάση που συμβολοποιεί τη φωτογραφία ως προνομιακό μέσο ανάδειξης της ελληνικότητας. Χαρακτηριστική αυτής της τάσης είναι η έκδοση φωτογραφικών λευκωμάτων με τίτλους όπως Το φως των Ελλήνων (σε επιμέλεια Νίκου Δήμου) ή [Αττική] Αγγελικό και μαύρο φως (με φωτογραφίες του Κώστα Ορδόλη).
Η καθυστερημένη εμφάνιση της φωτογραφίας στο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο μπορεί να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της άρνησης αντιμετώπισης της φωτογραφίας ως τέχνης μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά και των παγιωμένων εκδοτικών πρακτικών του λογοτεχνικού μοντερνισμού, που μέχρι πρόσφατα έβλεπε τη ζωγραφική ως αποκλειστικό σύμμαχο της λογοτεχνίας. Η σύμπραξη φωτογραφίας και κειμένου στην ίδια έκδοση αποτελεί στην Ελλάδα έκφανση του μεταμοντερνισμού. Αυτή δεν αφορά τόσο τη μεταμοντερνική διάσταση των ίδιων των φωτογραφιών όσο την επιτελεστική δυνατότητα μιας τέτοιας έκδοσης, η οποία λειτουργεί ως σύμπραξη εικόνας και κειμένου και εγείρει ειδικές αναγνωστικές αξιώσεις.