Το κείμενο του Barthes γράφτηκε το 1980 και εκδόθηκε λίγο πριν τον θάνατό του την ίδια χρονιά. Στον Φωτεινό θάλαμο ο Barthes δημιουργεί μια τυπολογία αφηγηματικότητας του φωτογραφικού κειμένου. Στο απόσπασμα που παρατίθεται εκθέτει δύο βασικούς αφηγηματικούς άξονες, το studium και το punctum, οι οποίοι έχουν παγιωθεί έκτοτε στη φωτογραφική θεωρία.
Ο κανόνας μου ήταν αρκετά ευλογοφανής ώστε να δοκιμάσω να ονομάσω (θα το χρειαστώ αυτό) τούτα τα δύο στοιχεία, που η συμπαρουσία τους θεμελίωνε, όπως φαίνεται, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχνα γι’ αυτές τις φωτογραφίες.
Το πρώτο, ολοφάνερα, είναι μια έκταση, έχει την άπλα ενός πεδίου, που το παρατηρώ με αρκετή οικειότητα σε συνάρτηση με τις γνώσεις μου, με την παιδεία μου· αυτό το πεδίο μπορεί να είναι λίγο ή πολύ διακοσμημένο, λίγο ή πολύ πετυχημένο, ανάλογα με την τέχνη ή την τύχη του φωτογράφου, πάντα όμως αναφέρεται σε μια κλασική πληροφορία: την εξέγερση, τη Νικαράγουα, και σ’ όλα τα τεκμήρια και των δύο: φτωχούς μαχητές, με πολιτικά, δρόμους μ’ ερείπια, νεκρούς, θλίψη, τον ήλιο και τα βαριά ινδιάνικα μάτια. Αυτού του πεδίου έχουν βγει χιλιάδες φωτογραφίες, και γι’ αυτές τις φωτογραφίες μπορώ, βέβαια, να νιώθω κάποιο γενικό ενδιαφέρον, κάποτε συγκινημένος, αλλά που η συγκίνηση αυτή περνά από τον λογικό διασταθμό μιας ηθικής και πολιτικής παιδείας. Αυτό που αισθάνομαι για τούτες τις φωτογραφίες έχει σχέση μ’ ένα μέσο συναίσθημα, σχεδόν μ’ ένα ντρεσάρισμα. Δεν έβλεπα στα γαλλικά, καμιά λέξη που να εκφράζει απλά τούτο το είδος ανθρώπινου ενδιαφέροντος· στα λατινικά όμως, αυτή η λέξη, νομίζω υπάρχει: είναι το studium, που δεν σημαίνει, τουλάχιστον αμέσως, «étude» («σπουδή»), αλλά την προσήλωση σε κάτι, την προτίμηση σε κάποιον, ένα είδος γενικής επένδυσης, βιαστικής, βέβαια, αλλά δίχως ιδιαίτερη οξύτητα. Ακριβώς με το studium ενδιαφέρομαι για πολλές φωτογραφίες, είτε παίρνοντάς τες ως πολιτικές μαρτυρίες, είτε εκτιμώντας τες ως καλούς ιστορικούς πίνακες: διότι με την παιδεία μου (αυτό το συννοούμενο είναι παρόν στο studium) συμμετέχω στα πρόσωπα, στις εκφράσεις, στις χειρονομίες, στο διάκοσμο, στις πράξεις.
Το δεύτερο στοιχείο έρχεται να σπάσει (ή να ρυθμοκοπήσει) το studium. Αυτή τη φορά δεν είμαι εγώ που πάω να το γυρέψω (καθώς επενδύω το πεδίο του studium με την κυρίαρχη συνείδησή μου)· αυτό είναι που φεύγει από τη σκηνή, σαν βέλος κι έρχεται να με διαπεράσει. Υπάρχει στα λατινικά μια λέξη για τούτη την πληγή, για τούτη την αμυχή, για τούτο το σημάδι που κάνει ένα αιχμηρό εργαλείο· η λέξη αυτή φαίνεται να μου ταιριάζει ακόμα καλύτερα, αφού αναφέρεται και στην ιδέα της στίξης και αφού οι φωτογραφίες για τις οποίες μιλάω μοιάζουν πράγματι εστιγμένες, κάποτε μάλιστα κατάστικτες, από τούτα τα ευαίσθητα στίγματα. Ακριβώς τούτα τα σημάδια, τούτες οι πληγές είναι στίγματα. Αυτό το δεύτερο στοιχείο που έρχεται να διαταράξει το studium, θα τ’ ονομάσω επομένως punctum· διότι punctum είναι συνάμα: αμυχή, μικρή τρύπα, μικρή κηλίδα, μικρή τομή — αλλά και ζαριά. Το punctum μιας φωτογραφίας, είναι το τυχαίο που, από μόνο του, με κεντά (αλλά και με μελανιάζει, με πονά).
Έχοντας έτσι ξεχωρίσει στη Φωτογραφία δύο θέματα (διότι στο κάτω-κάτω οι φωτογραφίες που μου άρεσαν ήταν φτιαγμένες όπως και μια κλασική σονάτα), θα μπορούσα να καταπιαστώ διαδοχικά και με το ένα και με το άλλο.
Roland Barthes, Ο φωτεινός θάλαμος: Σημειώσεις για τη φωτογραφία, μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 41-43.