Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Το μαύρο άλμπουμ (1999). Πρόκειται για εκφράσεις φωτογραφιών από ένα οικογενειακό λεύκωμα, όπου η εικόνα γίνεται αφορμή να εκτεθούν ζητήματα ιστορίας, προσωπικής και συλλογικής, μνήμης αλλά και λειτουργίες του φωτογραφικού κειμένου. Εντύπωση προκαλεί στο ποίημα που παρατίθεται, η ειρωνεία με την οποία το αφηγηματικό υποκείμενο επενδύει την αθώα πόζα των αδερφών, που αγνοούν τη μοίρα τους.
Πρώτη η Σωτηρία, τα καινούργια της στηθάκια Κάτω απ’ την αφράτη μπλούζα με το κέντημα. Χαμογελάει δύσπιστα. (Θάνατος από σηψαιμία.) Μετά, ο Τάκης. Μικρός κύριος με θερινό λευκό Κοστούμι. Παντελονάκι ως τα γόνατα. Ανέκφραστος. (Θα ερωτευτεί την Κρέουσα, θ’ αυτοκτονήσει.) Τρίτος, ο Γιάννης. Με χωρίστρα, Βλοσυρός. (Μια μέρα, θα περάσει τρένο από πάνω του.) Πίσω του, η Κατερίνα. (Εγκεφαλικό.) Δαιμονική Αγγελική, ωραία. Ύστερα, η Χαρίκλεια. Η άσπρη της ποδιά ριχτή Με τον ωμίτη και τις σούρες. Κρατά χαμηλωμένο το κεφάλι. (Ως το έσχατο γήρας λάθρα βιώσασα.)
Έκτη, με ύφος πεισμωμένο, η Ηρώ. Κοιτάζει το φακό. (Κοιτάζω κι εγώ από μέσα, κοιτάζουν Και τ’ άλλα, τα θνησιγενή.) Πίσω, κρατώντας τη απ’ τη μέση, ο Λέανδρος. Με άσπρα ναυτικά. (Κι οι δυο τους Βαφτισμένοι απ’ τον αλαφροΐσκιωτο. Ταμένοι σε πεζό βίο κι αναίτιο.)
Προτελευταία, η Πηνελόπη, με κορδέλες κι ακκισμούς. Κανέναν δε θα περιμένει αυτή Ξυφαίνοντας τις μέρες της. (Μετά απ’ το γιο της θα πεθάνει — ουρία. Σαν από κοκεταρία, μην τη δει ατημέλητη.)
Στην άκρη της ουράς, ο πιο μικρός. Κλαμένος. Με την ποδίτσα του και τις φουφούλες του. (Αυτόν θα καταγγείλουν πατροκτόνο τα αδέρφια του.) Αυτός ο πιο μικρός — με το λειψό τον κλήρο. Ο Νικοντίνος, βαφτισμένος απ’ το βασιλέα. Καμία μνεία άλλη. Χωρίς ίχνη.
(Το εφτασφράγιστο το μυστικό, στους τάφους τους.)
Παυλίνα Παμπούδη, Το μαύρο άλμπουμ, Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 24-25.