Το ποίημα του Αναγνωστάκη σχολιάζει το γεγονός της ατομικής μοίρας που διαμορφώνεται μέσα στις συλλογικές συνθήκες της ιστορίας. Η φωτογραφία παγώνει τον χρόνο και επιζεί μετά τον θάνατο των εικονιζομένων. Βλέποντας την οικογενειακή φωτογραφία με τη γυναίκα και τον γιο του ο αφηγητής βρίσκεται αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο αυτή να μεταβληθεί σε νεκρικό πορτραίτο, αν σκοτωθεί στη μάχη.
II
Σε τούτη τη φωτογραφία ήμουνα νέος κοντά 22 χρονώ· εδώ είναι η γυναίκα π’ αγαπούσα: η γυναίκα μου Τη λέγανε Μάρθα· έσφιγγε το γιο μου με λαχτάρα στην αγκαλιά της Δε μου ’πε: «χαίρομαι που πας να πολεμήσεις». Έκλαιγε σαν ένα μικρό κοριτσάκι. Κι εδώ κάποιο σπίτι παλιό μ’ έναν κήπο στη μέση και μ’ άνθη… …Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά είχαμε ένα ξύλινο άλογο και μια γυαλιστερή τρομπέτα Τα βράδια ξαγρυπνούσαμε στα βιβλία με τις αρχαίες ηρωικές ιστορίες Τον αθώο μας ύπνο τυράννησαν οι αντίλαλοι των φημισμένων πολεμιστών Ύστερα τα ξεχάσαμε όλα αυτά σε μια γωνιά γελώντας για τα παιδιάστικα καμώματα. Ίσως αύριο μια τόση τρυπίτσα μού χαράξει το μέτωπο Ω μια τρυπίτσα που χωρά όλο τον πόνο των ανθρώπων Ποιός είμαι; Πού βρίσκομαι; Σκίστε τα ρούχα μου εδώ μπροστά στο στήθος Ίσως θα βρείτε ακόμα τ’ όνομά μου σκαλισμένο. Ποιός το θυμάται; Ψάξτε τα ρούχα μου ακόμα… Εδώ ήμουνα νέος 22 μόλις χρονώ Κι εδώ μια γυναίκα που σφίγγει με λαχτάρα ένα παιδί στην αγκαλιά της.
(Έκλαιγε αλήθεια όταν έφευγα σαν ένα μικρό κοριτσάκι).
Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .