Το βιβλίο του Brunet αποτελεί την πιο εμπεριστατωμένη συνοπτική εισαγωγή στη σχέση της λογοτεχνίας με τη φωτογραφία. Ο Brunet διαβάζει τη σχέση αυτή τόσο ιστορικά όσο και θεωρητικά, στη βάση των κοινών καταβολών λογοτεχνίας και φωτογραφίας από ζητήματα καταγραφής και της τεκμηρίωσης. Στο απόσπασμα περιγράφει πώς η διάδοση της φωτογραφίας στις πρώτες δεκαετίες εφαρμογής της συντελέστηκε μέσα από την κυκλοφορία της σε μορφή βιβλίου.
Αν ήταν στο χέρι μου δεν θα έγραφα τίποτα εδώ. Θα υπήρχαν μόνο φωτογραφίες.
James Agee, Ας υμνήσουμε τώρα τους ένδοξους άντρες. 1941
Παρά το γεγονός ότι η φωτογραφία υπήρξε εδώ και καιρό μουσειακό έκθεμα, πολλά από τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματά της καθώς και πιο συμβατικές παραγωγές είχαν σχεδιαστεί για να κυκλοφορήσουν σε βιβλία. Ένα μεγάλο μέρος της φωτογραφικής παραγωγής του δέκατου ένατου αιώνα, τουλάχιστον αρκετές από τις φιλόδοξες φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους που σήμερα θεωρούνται αξιόλογες, δημιουργήθηκαν με βάση το προηγούμενο μοντέλο εκτυπώσεων και βιβλίων μεγάλου μεγέθους ή λευκωμάτων, και προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν ως εικονογραφήσεις, ακόμα κι όταν υπήρχε στόχος να εκτεθούν. Πορτραίτα σε επισκεπτήριες κάρτες όπως και μεγαλύτερες εικόνες, δημόσια εκτεθειμένες σε πινακοθήκες, στούντιο και τις προθήκες βιβλιοπωλείων, συμπεριλαμβάνονταν σε λευκώματα που έμοιαζαν με χοντρά βιβλία και φυλάσσονταν στα ράφια βιβλιοθηκών. Οι ζωγράφοι πορτραίτων χρησιμοποιούσαν συχνά βιβλία ως ντεκόρ, για προσθέσουν κύρος στα πρόσωπα ή ακόμα και για να τα σατιρίσουν σε καρικατούρες. Τέτοια γεγονότα μπορούσαν να θεωρηθούν συμπτώματα της αρχικής υπαγωγής της φωτογραφίας στη «λογοτεχνία» ή στον πολιτισμό του γραπτού λόγου, και ο επαναπροσδιορισμός της φωτογραφίας ως τέχνης να γίνει αντιληπτός ως ένδειξη της «βιβλιοθήκης» που συντάσσεται με το «μουσείο». Παρόλα αυτά, μια προσεκτική εξέταση της ιστορίας της φωτογραφίας αφήνει να διαφανεί ότι το φωτογραφικό βιβλίο δεν ήταν μόνο ένα από τα θεμελιώδη εγχειρήματα του μέσου αλλά και ένα από τα κύρια κανάλια της πολιτισμικής του αναγνώρισης. Όπως έδειξαν οι Martin Parr και Gerry Badger στη σημαντική τους ανασκόπηση, από το 1839 παρήχθη μεγάλος αριθμός βιβλίων με φωτογραφική εικονογράφηση, και το «φωτογραφικό βιβλίο», που κάποτε θεωρούνταν απλώς ένα μουσειακό είδος βιβλίου μεγάλης αξίας, πρέπει να γίνει αντιληπτό ως το πρωταρχικό μέσο διάδοσης της φωτογραφίας, συνδυάζοντας τη μαζική διανομή με τη δημιουργική έκφραση. Και όλα αυτά τη στιγμή που —κι αυτό αποτελεί ένα καίριο αλλά συνήθως αγνοημένο παράδοξο της ιστορίας του— το φωτογραφικό βιβλίο παρέμεινε τον περισσότερο καιρό ένα τεχνολογικό οξύμωρο.
François Brunet, Photography and Literature, Reaktion Books, Λονδίνο 2009, σ. 35-36. Μτφρ. για τους Σελιδοδείκτες: Ελένη Παπαργυρίου.