Το ποίημα, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Ποιητικά έργα (1890), εξυμνεί την ομορφιά μιας νεαρής γυναίκας μέσα από την φωτογραφία της. Σημειώνεται ότι και εδώ, όπως και στην «Παντεχνία του ανθρώπου» του Καρασούτσα, το φως στη φωτογραφία συνιστά μια μεταφορά για τη «θεϊκή πνοή» της νέας εφεύρεσης, την ιδιότητα να αναπαριστά χωρίς την ανθρώπινη μεσολάβηση. Η ιδιότητα εδώ επενδύεται στο πρόσωπο της εικονιζόμενης νέας, ενισχύοντας την ομορφιά της.
Όχι· ανθρώπινο κοντύλι Δε σε ιστόρησε, Θεά! Πνέουν, ταράζονται τα χείλη, Κυματίζουν τα μαλλιά.
Λέει καθένας οπού βλέπει Τέτοιο πλάσμα του φωτός: Για ζωγράφος δεν της πρέπει Παρ’ ο Ήλιος μοναχός.—
Τον εμάγεψες, και τόση Φλόγα αισθάνθη ερωτική, Οπού εδώ να σε τυπώση Μία δεν έκαμε στιγμή.
Τα ματάκια σου, Θεά μου, Σαν τον ήλιο θαυμαστά! Όμοια εικόνα στην καρδιά μου Ξάφνου εχάραξαν και αυτά.
Γεράσιμος Μαρκοράς, Ποιήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988, σ. 193.