Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Ποίησης και Ποιητικής του Princeton (1993), η ερμηνεία του ποιήματος ξεκινά, όταν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ένα κείμενο, ακόμη και αν αυτό έχει «εξηγηθεί», έχουν δηλαδή εντοπιστεί οι εξωκειμενικές πληροφορίες για κάθε του νύξη. Αν, λοιπόν, το περιεχόμενο της νύξης δεν είναι φανερό ή μια μεταφορά είναι δύσκολο να κατανοηθεί, είναι αναγκαίος ο φωτισμός της σημασίας μέσω της ανάλυσης. Η «ερμηνεία», συνεπώς, συμπεριλαμβάνει τόσο την εξήγηση όσο και την ανάλυση με σκοπό την κατανόηση της σημασίας. Κάποιοι κριτικοί υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια μοναδική σωστή ερμηνεία ενός κειμένου, παρότι μπορεί αυτό να έχει ποικίλες σημασίες. Οι κριτικοί πλουραλιστές, από την άλλη, ισχυρίζονται ότι διαφορετικές θεωρίες λογοτεχνίας μπορούν να παράγουν διαφορετικές ερμηνείες, όλες νόμιμες. Οι «συγκρητιστές», τέλος, επιλέγουν μέρη άλλων θεωριών για να παράγουν μια συνολική ερμηνεία.
Σύμφωνα με τον Ι.Θ. Κακριδή, όπως ένα χτίσμα, άγαλμα, μουσική σύνθεση, θεωρία ή πολιτική ενέργεια, έτσι και το έργο τέχνης του λόγου, για να μπορέσει να γίνει μορφωτικό στοιχείο στις σύγχρονες και επόμενες γενιές, πρέπει να ερμηνευθεί (η άποψη αυτή διατυπώθηκε στον εναρκτήριο λόγο του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που εκφωνήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1939 και δημοσιεύτηκε σε ξεχωριστό τεύχος τον ίδιο χρόνο· βλ. και Κακριδής 1942). Κύριο έργο της φιλολογίας είναι η ερμηνεία σημαντικών έργων του λόγου. Η ερμηνεία βρίσκεται πιο πέρα από την κομματιασμένη γνώση όπως μας τη δίνει ο γραμματικός και πραγματολογικός σχολιασμός των κειμένων (εξήγηση σπάνιου τύπου, δύσκολης λέξης, στριφνού συντακτικού σχηματισμού, μυθικά ή ιστορικά πρόσωπα και περιστατικά, στοιχεία ιδιωτικού-δημοσίου βίου, ρυθμών μέτρων)· ξεκινά από την ειδική παρατήρηση, αλλά δεν πρέπει να σταματήσει σε αυτήν, μα να προχωρήσει και να συλλάβει το έργο ως οργανικό σύνολο. Καμιά λεπτομέρεια δεν είναι ασήμαντη και όλες πρέπει να συνδυαστούν, να βρεθούν τα κοινά τους γνωρίσματα, οι κοινοί νόμοι που τις κυβερνούν, το κοινό τέλος στο οποίο συγκλίνουν όλες οι λεπτομέρειες. Σκοπός, λοιπόν, της ερμηνείας είναι η καθολική κατανόηση του έργου.
Ο Λίνος Πολίτης, σε εισήγησή του το 1976, παρουσιάζει πιο αναλυτικά τη δική του εκδοχή της φιλολογικής ερμηνείας, που έχει να κάνει με την προσπέλαση των κειμένων από την πλευρά του επιστήμονα, του φιλολόγου, και είναι αντικειμενική και αναλυτική, παρά αισθητική όπως η λογοτεχνική κριτική. Πρόκειται, λοιπόν, για μια εργασία ανάλυσης παρά σύνθεσης, που αποφεύγει την αμηχανία της καταφυγής στα καλολογικά στοιχεία, τις εικόνες, τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές κλπ. Κύριο μέλημα του φιλολόγου είναι το ίδιο το κείμενο. Αν έχει κατεύθυνση κλασική, θα μελετήσει τη φιλολογική παράδοση, τα χειρόγραφα και τις παλαιότερες εκδόσεις για να μας δώσει ένα κριτικά αποκατεστημένο κείμενο. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο νεοελληνιστής εκδότης. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τα κείμενα αλλά και τα παρακείμενά τους, λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια του ποιητή που συνοδεύουν το ποίημα, το μότο, την αφιέρωση, τη στίξη και όλα όσα μπορεί αρχικά να θεωρήσουμε λεπτομέρειες. Επιπλέον, η ερμηνεία πρέπει να ερευνήσει την ιδιαίτερη διάσταση της γλώσσας του κειμένου, το λεξιλόγιό του, τις παρθένες, ξεχασμένες ή ιδιωματικές λέξεις. Αφού χρησιμοποιήσουμε λεξικά για να εξομαλύνουμε τις καθαρά λεκτικές δυσκολίες, αξίζει να προσέξουμε το ειδικό νόημά τους, να ξεπεράσουμε την αοριστία του περίπου και να ακριβολογήσουμε. Επιπλέον, και εφόσον η δομή της φράσης είναι αρκετά πυκνή, υπάρχει ανάγκη συντακτικής ανάλυσης, καθορισμού των όρων της πρότασης (Υ, Α, Κ) και αναλυτικής ερμηνείας. Στα ποιητικά κείμενα η χειρότερη ερμηνεία είναι η περιληπτική, που θα συνέπτυσσε περισσότερο το ήδη συμπυκνωμένο κείμενο, ή, χειρότερα, μια απόδοση του νοήματος.
Ένα ακόμη στοιχείο που απαραίτητα πρέπει να διερευνήσουμε είναι ο στίχος, το μέτρο και ο ρυθμός, που μας δίνουν την εσωτερική ζωή, τον σκελετό του ποιήματος. Μια μετρική ανάλυση έχει πολλά να μας αποκαλύψει, συμβάλλοντας στην ποιητική κατανόηση. Συχνά ο ρυθμός του στίχου συνταιριάζεται με τον βασικό χαρακτήρα του ποιήματος, δίνοντάς μας το κλειδί, τον ιδιαίτερο τόνο και την τονική του απόχρωση. Εξάλλου, η εσωτερική δομή του κειμένου αξίζει να διερευνηθεί, αφού για την οικοδόμηση του λογοτεχνικού υλικού υπάρχουν κανόνες όπως στην αρχιτεκτονική και στη μουσική. Αναλύοντας ένα έργο ανακαλύπτουμε μια θαυμαστή αναλογία και ανταπόκριση των μερών του, όπως επαναλήψεις μετρικών μορφών, αντιστοιχίες με συντακτικά σχήματα, αλλά και σημασιολογικές αντιστοιχίες. Εντέλει, μπορούμε να προχωρήσουμε στον απαραίτητο για την προσπέλαση του έργου πραγματολογικό σχολιασμό του κειμένου, ο οποίος περιλαμβάνει τη διερεύνηση τόσο της σύστασης του κοινού του συγγραφέα, όσο και των ζητημάτων ή περιστάσεων που προϋποθέτει ως γνωστά και εμείς σήμερα δεν γνωρίζουμε απαραίτητα. Αφού καλύψουμε αυτά τα στοιχεία που προλειαίνουν το έδαφος και δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα, έρχεται η στιγμή της εμβάθυνσης. Από εδώ ξεκινά η καθαρά φιλολογική ερμηνεία. Τότε πλέον είμαστε αντιμέτωποι με το έργο και διακρίνουμε σταδιακά πράγματα που δεν τα είχαμε υποψιαστεί, αντιστοιχίες που μας είχαν ξεφύγει, λεπτομέρειες που συμπληρώνουν ή επιβεβαιώνουν άλλες, με δυο λόγια τη νομοτέλεια του κόσμου του.
Κατά τον Γ. Βελουδή, το ερμηνευτικό πρόβλημα είναι ταυτόσημο με το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι «νοήματος» στο λογοτεχνικό έργο (Βελουδής 1994, 235-275). Όσοι αντέδρασαν στην αναζήτηση τέτοιου νοήματος, υπερασπίζονταν την αυτοτέλειά της απέναντι στον εννοιακό-επιστημονικό λόγο (είτε στηριζόμενοι στη ρυθμιστική ποιητική του Μεσαίωνα, είτε στη ρομαντική «υπεράσπιση της ποίησης», 1821· βλ. Shelley 1840). Οι φορμαλιστές και δομιστές αρνήθηκαν το νόημα, αλλά έδωσαν τη θέση του στη μορφή ή τη δομή υποστηρίζοντας την ερμηνεία. Επιπλέον, η μεταπολεμική στροφή «εναντίον της ερμηνείας» (1966· βλ. Sontag 2001) αντιδρά στον ιμπρεσσιονισμό και στον στρουκτουραλισμό για να προβάλει την πρωτοποριακή πρόκληση της ηθελημένης αποστέρησης νοήματος. Στο «δευτερογενές σημειωτικό σύστημα» του λογοτεχνικού έργου όλα τα γλωσσικά σημεία αποκτούν και μια νέα δευτερογενή σημασία, μια, κατά τον R. Jakobson, πρόσθετη καλλιτεχνική σημασία. Μεταξύ 1970 και 1980 η αποδόμηση φέρνει την απειλή κατά της δυνατότητας ερμηνείας. Ο Jacques Derrida, με τα θεμελιακά του έργα Περί Γραμματολογίας, Γραφή και διαφορά και Η φωνή και το φαινόμενο (1967), ξεκινά από το βασικό θεώρημα του ιδρυτή της δομικής γλωσσολογίας F. de Saussure (Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 1916) ότι το σημαίνον («λέξη») χαρακτηρίζεται από τη φωνητική διαφορά του από τα άλλα σημαίνοντα. Π.χ. ο «μύθος» καθορίζεται από τη διαφορά του από το «λίθος», «πίθος», «ζύθος» κλπ. Ο Derrida μεταφέρει την έννοια της «διαφοράς» από το σημαίνον στο σημαινόμενο («σημασία») και από κει στο «κείμενο». Το νόημα της λέξης ή του έργου θα μπορούσε να οριστεί μόνο σε αντιπαράθεση με όλα τα άλλα νοήματα εκτός «κειμένου», οδηγώντας στη διασπορά του νοήματος. Κάθε στοιχείο της γλώσσας, φώνημα ή γράφημα, λειτουργεί ως σημείο, μόνον εφόσον αναφέρεται σε άλλο στοιχείο, που με τη σειρά του δεν είναι ποτέ απλώς παρόν. Τα φωνήματα και γραφήματα διαπλέκονται, έτσι, στη βάση των ιχνών που αφήνονται μέσα σε καθένα από όλα τα άλλα στοιχεία που σχετίζονται με αυτά στην αλυσίδα ή το σύστημα. Αυτή η διαδικασία διαπλοκής συνεχίζεται διαρκώς κινούμενη από το κέντρο στα περιθώρια και από το παρελθόν στο μέλλον (για περισσότερα σχετικά με τις θεωρητικές προοπτικές που αναπτύσσονται εδώ, βλ. Αρσενίου 2012).
Η μετάβαση από τη χρήση των αρχών του Φορμαλισμού και της Νέας Κριτικής κατά την ανάγνωση της ποίησης στην εκμετάλλευση του δομισμού και του μεταδομισμού χαρακτήρισε το τέλος του 20ού αιώνα. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έφερε στο προσκήνιο νέες αναγνωστικές προτάσεις συνδυασμένες με τη νέα υλικότητα, τον μετα-ουμανισμό, την επιτελεστικότητα, τη βιοπολιτική, τις νέες σεξουαλικότητες και φυλετικότητες και τις νέες αισθητικές κατηγοριοποιήσεις (βασισμένες σε εγκεφαλικές λειτουργίες και «νέα» συναισθήματα).