Μια ποίηση υψηλότερων τόνων και βάσεων περισσότερο συμβολιστικών καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας. Με επίκεντρο τη φύση και την απόδοσή της, και με σημεία αναφοράς τους Παλαμά, Σικελιανό, Ελύτη, Γκάτσο και Σεφέρη γράφονται ενδιαφέροντα κείμενα. Ιδιαίτερη σημασία έχουν αυτά που ο προσδιορισμός του φυσικού τόπου προκύπτει ελλειπτικά, όπως στην ανάδειξη ενός «εδώ του άλλοτε» (π.χ. Βύρων Λεοντάρης, Εκ περάτων, Ύψιλον/βιβλία 1986) μέσα από ένα λυρικό τροπάριο για τη λήθη του ρόλου του ποιητή και την αναζήτηση της χώρας «που την κατοικούν οι αντιλέξεις» (π.χ. του ίδιου, Εν γη αλμυρά, Έρασμος 1996). Το φυσικό δασώδες και χωμάτινο τοπίο που μόνο αυτό δέχεται «τύπους» σαν τον ποιητή (π.χ. Βερονίκη Δαλακούρα, Άγρια αγγελική φωτιά, Άγρα 1997), περιβάλλει τις αφαιρετικές αντανακλάσεις της κινούμενης, θαλάσσιας κυρίως, φύσης όπως καταγράφονται από την όραση (π.χ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Ευχήν Οδυσσεί, Ύψιλον/βιβλία 1997), και αναπαράγει τους φυσικούς ήχους σε πρώτο πρόσωπο (π.χ. Σωκράτης Σκαρτσής, Αυγή, Γαβριηλίδης 2001). Άλλα ποιητικά κείμενα υιοθετούν υψηλούς τόνους και μέσω αναφορών στην αρχαιότητα και το κλασικό παρελθόν αναδεικνύουν πολλαπλές αφηγήσεις με σκοπό την απόδοση μιας ιδεατής ολότητας (π.χ. Μανώλης Πρατικάκης, Η λήκυθος, Νεφέλη 1995· Αφημένα ήσυχα στη χλόη, Γαβριηλίδης 1999· Το νερό, Μεταίχμιο 2002). Αντίστοιχη πίστη σε μια σικελιανική μεταφυσική ενότητα αποδίδουν άλλα κείμενα που υιοθετούν έναν λόγο αποκαλυπτικό (π.χ. Γιάννης Υφαντής, Ο Καθρέφτης του Πρωτέα, Ιανός 1986· Ποιήματα κεντήματα στο δέρμα του διαβόλου, Ερατώ 1988). Αντίστοιχες αναφορές γίνονται στο Δάκρυ του Πολύφημου (Τραμάκια 1992) του Βαγγέλη Τασιόπουλου· Σχιστή οδός (Ύψιλον 1992) της Μαρίας Κυρτζάκη· Τα μήλα της Εδέμ (Καστανιώτης 1990) του Νίκου Γ. Δαββέτα· και το Νερό στα κάρβουνα της Μαρίας Λαγγουρέλη (Καστανιώτης 2005).
Θρησκευτική τελετουργία και λειτουργικός ποιητικός λόγος με καταγωγή μεταξύ άλλων από τον Παπατσώνη, την Καρέλλη, τον Μόντη και τον Βαρβιτσιώτη, αναπτύσσονται σε αξιόλογα σύγχρονα ποιητικά περιβάλλοντα. Ποιητικά κείμενα προβάλλουν την ιδιαίτερη χρήση του θρησκευτικού λόγου, όπου βιβλικά μοτίβα αναδεικνύουν μια περιοχή τελικού προορισμού, τόπου θανάτου αλλά και νέας ζωής, στη μνήμη των ζωντανών (π.χ. Ιωσήφ Βεντούρας, Τάναϊς, Γαβριηλίδης 2001). Αλλού, η θρησκευτική θεματική λειτουργεί ως βάση για την ανατροπή των «μεγάλων ελληνικών αφηγήσεων»: της αντιδιαστολής ορθοδοξίας και ευρωπαϊκής κλασικής τέχνης αλλά και της ταύτισης ηθογραφίας και πόνου ή θανάτου (π.χ. Στρατής Πασχάλης, Κοιτάζοντας δάση, Μεταίχμιο 2002).
Ιδιαίτερη έμφαση στην ουτοπία και τη φυγή και μνήμες Ουράνη, Καββαδία και Αντωνίου εμφανίζονται σε κείμενα που αρχιτεκτονούν μια υπερβατική γεωγραφία (π.χ. Γιώργος Κακουλίδης, Μουσουλμάνος δρόμος, Άγρα 1983· Σπύρος Βρεττός, Τραγωδία, Καστανιώτης 1995· Πράξη απλή, Γαβριηλίδης 2003) ή περιγράφουν ταξίδια στον παιδικό νου (π.χ. Γιάννης Τζανετάκης, Με φώτα ερήμου, Καστανιώτης 1992· Σωτήρης Τριβιζάς, Βίος ασωμάτων, Υάκινθος 1986· βλ. και του ίδιου, Βίος Ασωμάτων και άλλα ποιήματα, Νεφέλη 1991). Συνεχίζοντας την παράδοση της ποίησης υψηλών τόνων, ο ποιητικός λόγος με φιλοσοφικά ερείσματα, όπως καλλιεργήθηκε ενδεικτικά στα κείμενα του Σαραντάρη, του Καπετανάκη και του Λορεντζάτου, αναζητά, μέσω των τροπών, σοβαρούς και πρακτικούς τρόπους που καθιστούν το πνευματικό ορατό και παρουσιάζουν την ποίηση ως κριτική αποκάλυψη του αόρατου (π.χ. Γιώργος Μπλάνας, Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου, Διάττων 1990· Η Νύχτα, Νεφέλη 1991· Παράφορο!, Δελφίνι 1996). Άλλοτε η ποίηση αναλαμβάνει τη στοχαστική διερεύνηση του ποιητικού λόγου (π.χ. Βρασίδας Καραλής, Ωδή στο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, Άγρωστις 1992· Νικόλας Σεβαστάκης, Λάφυρο αγαπημένων ημερών, Νεφέλη 1994· Δήμητρα Παυλάκου, Vulpes-Vulpes, Τραμάκια 1995· Σταμάτης Πολενάκης, Το χέρι του χρόνου, Όμβρος 2002).
Μια μακρά παράδοση ποιητικών κειμένων αφορά τη σχέση του σώματος με τον θάνατο, με βάση την οποία αναπτύσσεται η εμπειρία της ξενικότητας και μοναχικότητας εντός του ποιητικού λόγου. Μια πλευρά της ποίησης του θανάτου καλύπτουν οι «επισκέψεις νεκρών», οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την παράδοση. Ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Σινόπουλος, ο Σαχτούρης αντιμετώπισαν με τον δικό του τρόπο ο καθένας την παρουσία του «άλλου σώματος» που επισκέπτεται το «εγώ». Μεγάλο μέρος της ποίησης μετά το ’80 εξακολουθούν να καταλαμβάνουν ποιήματα, στα οποία οι νεκροί επισκέπτες λαμβάνουν τον λόγο. Πρόκειται για ποιήματα αντι-ελεγειακά, τα οποία δεν αντικαθιστούν την απώλεια, αλλά την διασώζουν αναπτύσσοντας την υπόσταση του ποιητή πάνω στην περιπετειώδη μεταφορά του άταφου ομηρικού νεκρού (π.χ. Αλέξης Τραϊανός, Το σύνδρομο του Ελπήνορα, Ύψιλον 1984).
Σε αντίστοιχο πλαίσιο βασισμένο σε δημοτικές παραδόσεις και παραβολές, ο θάνατος μεταμορφώνεται και συντροφεύει αγαπημένους νεκρούς αναδεικνύοντας την τραγικότητα της ήττας των βροτών στις αναμετρήσεις τους μαζί του. Μια άλλη πλευρά της ποιητικής σύνδεσης σώματος και θανάτου κατέχουν, λοιπόν, οι ανθρωπομορφισμοί, δηλαδή οι περιπτώσεις ανάδειξης του ανθρώπινου σώματος των πραγμάτων. Οι ποιητικές τακτικές οικειοποίησης του θανάτου επισημοποιούνται στη δεκαετία του ’70 (π.χ. Λεφτέρης Πούλιος, Αλληγορικό σχολείο, Κέδρος 1978· Τάσος Δενέγρης, Θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος, 1975) και διά ποικίλων οδών έως σήμερα. Χαρακτηριστική τακτική ενσωμάτωσης της διάστασης του θανάτου στην ποίηση είναι και η υιοθέτηση του μοτίβου του βυθού ως ρευστότητας, εμβάθυνσης, αλλά και επιστροφής στη σημειωτική ηλικία (πρβλ. τους υπερρεαλιστές, καθώς και τη σεφερική Κίχλη ), που κάποτε συμπληρώνεται από το μοτίβο του βυθισμένου σώματος (π.χ. Γιάννης Βαρβέρης, Πιάνο βυθού, Ύψιλον 1991).
Ένα αντίστροφο μοτίβο, αυτό της έννοιας ως σώματος μηχανικού ή τεχνητού, με καταγωγή από τον νεοσυμβολισμό του ’20, αποκτά νέες διαστάσεις (π.χ. Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου, Ίκαρος 1981· Χαίρε ποτέ, Ίκαρος 1988· Η εφηβεία της λήθης, Ίκαρος 1994· περιλαμβάνονται και στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα, Ίκαρος 1998). Καταλυτικός και αναπόδραστος της φθοράς είναι και ο δραματικός εγκλεισμός του ποιητικού υποκειμένου στα όρια του σώματός του (π.χ. Θανάσης Χατζόπουλος, Ιδίοις σώμασι, 1986).