Σημαντικό χώρο του σύγχρονου ποιητικού λόγου καταλαμβάνει η σημειωτική εμπειρία της επιστροφής στο μητρικό σώμα ως τόπο εγκλεισμού, αγάπης και τραύματος. Η γραφή της γυναικείας εμπειρίας κρυπτικότητας και ανάδειξης των αισθήσεων διεκδικεί δυναμικά τις προσεκτικές μας αναγνώσεις. Ενδεικτικές πλευρές της η ανάγκη απόδοσης μέσω της γραφής της εμπειρίας της ενότητας ύστερα από την αποκοπή από το μητρικό σώμα, η φωνητική και υλική προσφορά ενός σώματος ταυτιζόμενου με έναν χαώδη φυσικό χώρο (π.χ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ενάντιος έρωτας, Κέδρος 1982) και η παρακολούθηση ενός απροσπέλαστου σώματος γυναικείου, μητρικού, θυγατρικού, ποιητικού ή κειμενικού (π.χ. Ζέφη Δαράκη, Κοιμήθηκα η αχάριστη, Ύψιλον 1992).
Το «εγώ» της σημειωτικής γραφής είναι αυτό που επιχειρεί την υπέρβαση των αντιθέσεων, όπου συνυπάρχουν οι δύο πλευρές του γυναικείου εαυτού, η εσωστρεφής και η εξωστρεφής, η συνείδηση του «εγώ» και η συνείδηση του κόσμου, το «εδώ» και το «εκεί», στον ενδιάμεσο χώρο των μεταβάσεων και των διελεύσεων (π.χ. Μαρία Λαϊνά, Δικό της, Κείμενα 1985· Εδώ, Καστανιώτης 2003), όπου οι πολλαπλές δυνατότητες όρασης παρουσιάζονται ως διαφορετικές πλευρές στην ταυτότητα της ποιήτριας, και όπου η συγγραφική ιδιότητα, η ζωή μέσα στη γλώσσα, αποτελεί ένα άλλοθι για κάθε στατικό προσδιορισμό του «εγώ» (π.χ. Παυλίνα Παμπούδη, Κάρτ ποστάλ, Εγνατία 1980· Το μάτι της μύγας, Κέδρος 1983). Ο φόβος απέναντι στο «ξένο σώμα» συντελεί στη δημιουργική μετάβαση από το ηθικό στο απαγορευμένο (π.χ. Ρέα Γαλανάκη, Πού ζει ο λύκος, Άγρα 1982) ή επιχειρεί μια ανατρεπτική περιγραφή αντικειμένων. Επιπλέον, το φαγητό ως αποκείμενο (abjection· Kristeva 1980) αποτελεί κεντρικό σημείο του γυναικείου λόγου (π.χ. Ρέα Γαλανάκη, Το κέικ, Κέδρος 1980· Αθηνά Παπαδάκη, Αμνάδα των ατμών, Εγνατία 1980· Μαρία Λαϊνά, Το φαγητό, Άγρα 1998). Μέσα από την προετοιμασία και κατανάλωση της τροφής και τη θερμότητα των γυναικείων εργασιών περισώζονται με αφαιρετική έκφραση υπολείμματα γραφής, όπου ο ποιητικός λόγος θριαμβεύει όπως το μέλλον, σπάζοντας τα όρια, αλλά και όπως το μήλο, καθώς προσφέρεται, τρέφει, γιατρεύει και παίρνει μακριά την πίκρα. (π.χ. Μαρία Αρχιμανδρίτου, Η κατίσχυση των ρόδων, Γαβριηλίδης 2002).
Μέσω της επαφής με την υλικότητα και το σώμα, η γυναικεία γραφή δημιουργεί έναν λόγο που με την αμεσότητα συναλλαγής του με τον αναγνώστη αποκρυπτογραφείται και τοποθετείται στο προ-οιδιπόδειο στάδιο, πριν το παιδί αποκτήσει γλώσσα, δηλαδή ικανότητα να ονομάζει τον εαυτό του και τα αντικείμενα. Ο αναγνώστης έτσι καλείται να ανασυστήσει τις αποκρυπτογραφικές δυνάμεις του μέσω κρυπτικών εικόνων (π.χ. Άντεια Φραντζή, Σχεδόν αίνιγμα, Υάκινθος 1987), ενώ βλέπει να αναπτύσσονται «ομιλητικοί» οργανισμοί πάνω σε υπολείμματα αρχαίων σωμάτων που ανασύρονται από τον βυθό της συνείδησης (π.χ. Νατάσα Χατζιδάκι, Δυσαρέσκεια, Πλέθρον 1984).
Η γυναικεία γραφή δημιουργεί έναν τόπο ωθητικής πίεσης πάνω στη συμβολική γλώσσα, αντιφάσεων, ανατροπών, σιωπών και απουσιών (π.χ. Τζένη Μαστοράκη, Ιστορίες για τα βαθιά, Κέδρος 1983). Συχνά οι ποιητικοί τόποι αναφέρονται σε ονειρικούς χώρους υποσυνειδήτου, ακραίες ερωτικές στιγμές και κρυμμένους φόνους και δημιουργούν τις ετερογενείς και διασπαστικές διαστάσεις της «χώρας», μιας ρυθμικής ώθησης πάνω στη γλώσσα (π.χ. Λύντια Στεφάνου, Οι Λέξεις και τα πράγματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1983· Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Τόπος για να ζεις, Άγρα 1999· Μπίλη Βέμη, Τοπίο που σε λένε ποίημα, Άγρα 1987).