Η ποιητική γλώσσα διακρίνεται από την ανταπόκριση της σημασίας στον ήχο και τη μορφή. Η γλώσσα της ποίησης περιλαμβάνει τους ρητορικούς τρόπους, όπως την παρομοίωση και τη μεταφορά, αλλά και νοηματικές αποκλίσεις, όπως την ειρωνεία. Η αλληγορία βρέθηκε στο επίκεντρο του ποιητικού λόγου τόσο στην κλασική αρχαιότητα όσο και στον όψιμο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Χωρίς να είναι πλήρως αλληγορικό, ένα ποίημα νεότερο ή σύγχρονο μπορεί να ενσωματώνει σύμβολα ή υπόνοιες που πυκνώνουν τη σημασία του. Επιπλέον, η εικονοποιία αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ποιητικής γλώσσας, ενώ ο τρόπος που οι εικόνες χρησιμοποιούνται διακρίνει συχνά τα ποιητικά ρεύματα και τα ποιητικά αποτελέσματα. Η επανάληψη φράσεων ή στίχων λειτουργεί επίσης καθοριστικά είτε για τη συντήρηση της στιβαρής μορφής του ποιήματος είτε για λόγους ειρωνικούς. Αναφερόμενος στις εκφραστικές δυνατότητες που μόνον η ποίηση κατέχει, ο Paul Valéry ισχυρίστηκε ότι η ποίηση είναι μια ξεχωριστή γλώσσα, μια «γλώσσα μέσα στην γλώσσα» που μπορεί να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο του συγκεκριμένου ποιήματος, κατόπιν πολλαπλών αναγνώσεων ώστε να επιτευχθεί η πλήρης ποιητική εμπειρία («Le poète se consacre et se consume à définir et à construire un langage dans le langage»· Valéry 1957, 611). Ο μοντερνισμός αποδυνάμωσε την έμφαση στους ρητορικούς τρόπους δοκιμάζοντας την άμεση αναπαράσταση των πραγμάτων και των εμπειριών και την εξερεύνηση του τόνου. Οι υπερρεαλισμός, από την άλλη πλευρά, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τους ρητορικούς τρόπους.