Ένα μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ποίησης καταλαμβάνεται από τη διαπραγμάτευση της λαϊκής παράδοσης και τον χειρισμό της δημοτικής ποίησης, των μοτίβων της και των μύθων της. Οι δεσμοί της σύγχρονης ποίησης με τον λαϊκό πολιτισμό είναι πολύ γεροί στα νεοελληνικά πλαίσια, ξεκινώντας ήδη από το δημοτικό τραγούδι και φτάνοντας μέσω του Κ. Βάρναλη, του Γ. Ρίτσου και του Νικ. Βρεττάκου στους κοινωνικούς μεταπολεμικούς ποιητές. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η λαϊκή αστική κουλτούρα μπορεί πλέον να εντάσσεται ακόμη και σε περιβάλλοντα μεταϋπερρεαλιστικά, όπου οργή και παραβατική συμπεριφορά συσσωρεύονται σε ένα ασφυκτικό αστικό γλωσσικό τοπίο (π.χ. Μάριος Μαρκίδης, Ποιήματα προτέρου εντίμου βίου, Έρασμος 1989). Ο προβληματισμός για τον ελληνισμό ως ιδιότητα γλωσσικής παράδοσης αλλά και εθνικής ταυτότητας παρουσιάζεται, επιπλέον, από ποιητές που τοποθετούν τη γραφή τους σε έναν τόπο συνόρων (π.χ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Άγρα 1982· Θόλος, Άγρα 1989· Μεθιστορία, Άγρα 1995). Αντιστοίχως, προβάλλεται η συντήρηση και διεύρυνση της παράδοσης τόσο του λαϊκού όσο και του δημοτικού τραγουδιού μέσω ειρωνικών συνήθως «σουβενίρ» του χαμένου πια κόσμου και η ανάκτηση διόδων επικοινωνίας με τους οικογενειακούς νεκρούς (π.χ. Μιχάλης Γκανάς, Μαύρα λιθάρια, Κείμενα 1980· Μητριά πατρίδα, Κείμενα 1981· Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 21989· Παραλογή 21993). Δεν λείπει βεβαίως και μια μεταμοντερνιστική διάσταση στην ποιητική ανάγνωση του ελληνισμού και της ιστορίας, η οποία επεκτείνεται από τα παίγνια περί παράδοσης και θεσμών (π.χ. Γιώργος Χουλιάρας, Η Άλλη γλώσσα, Ύψιλον/βιβλία 1981· Ντίνος Σιώτης, Καιρικές συνθήκες, Γνώση 1981) ή διατυπώνεται μια διασπορική αφήγηση για τη σύγχρονη Ελλάδα (π.χ. Γιώργος Χουλιάρας, Fast Food Classics, Ύψιλον/βιβλία 1992· Στάθης Γουργουρής, Αυτοχθονίες, Πλανόδιον 1993· Ντίνος Σιώτης, Δε γνωρίζω, δεν απαντώ, Κέδρος 2004· Γιώργος Αναγνώστου, Διασπορικές Διαδρομές, Απόπειρα 2012).
Με μια οπτική κριτική της παράδοσης, υιοθετώντας αφαιρέσεις δημοτικής μπαλάντας και κλέφτικης ελεγείας, γράφονται «ωδές», πολυφωνικά αφηγήματα βαλκανικής συλλογικότητας και ορισμού της πατρίδας (π.χ. Γιώργος Μαρκόπουλος, Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Κέδρος 1998) ή σκοτεινές συνθέσεις για τα τερατώδη πλάσματα του κάτω κόσμου που ανέρχονται σε δύσκολες στιγμές στην επιφάνεια της γης ομολογώντας βίαιους και απόκρυφους θανάτους (π.χ. Χρήστος Μπράβος, Με των αλόγων τα φαντάσματα, Κείμενα 1985). Εξάλλου, ο θρύλος και το παραμύθι, όπως εμπεριέχονται στα δημοτικά του κάτω κόσμου, αποτελούν τη βάση των δυνάμεων μεταμόρφωσης (π.χ. Σταύρος Ζαφειρίου, Δεύτερη πεταλούδα και τη φωτιά, Νεφέλη 1993), αλλά και του νοσταλγικού επαναπατρισμού σε έναν μη αναγνωρίσιμο μοντέρνο κόσμο (π.χ. Βασίλης Παππάς, Ντοκυμαντέρ, Δελφίνι 1995· Πρωί στο φρύδι, Κέδρος 2003).
Μια τάση ρεαλισμού, με καταγωγή από τον Καρυωτάκη και τον Λαπαθιώτη και, μέσω του ρεαλιστικού Σαχτούρη, στον Καρούζο, τον Χριστιανόπουλο, τον Γκόρπα, τον Λάσκαρη, αλλά και τους κοινωνικούς ποιητές, οδηγεί στην ποιητική καταγραφή του βίαιου μεταπολεμικού εκσυγχρονισμού με νέους όρους. Από τη μια πλευρά, η εμμονή στην απόδοση της συνοικιακής ζωής που κρύβει μέσα της τον φόβο απόσχισης από τον ρεαλισμό (π.χ. Γιάννης Κοντός, Τα οστά, Κέδρος 1990), συνυπάρχει με τη βιωματική αναγραφή της καρυωτακικής παράδοσης (π.χ. Δημήτρης Χουλιαράκης, Το λείψανο των ημερών, Κέδρος 1994), στην οποία το τοπίο της ποίησης είναι το πεδίο της «ραψωδίας των ηττημένων» (π.χ. Χρίστος Ρουμελιωτάκης, Ξένος ειμί, Τυπωθήτω/Λάλον ύδωρ 2002). Εξάλλου, μυστηριώδη άνθη της ποίησης προστατεύουν από τον φόβο της φθοράς και το βάρος της ιστορίας (π.χ. Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Οι μεταμορφώσεις των κήπων, Μεταίχμιο 2003), ενώ δοκιμάζεται με πολλούς τρόπους ένας απολογισμός των κληρονόμων της κοινωνικής ποίησης (π.χ. Γιάννης Δάλλας, Γεννήτριες, Τυπωθήτω/Λάλον ύδωρ 2004).
Μια άλλη πλευρά του νέου ρεαλισμού καταλαμβάνεται από το ενδιαφέρον για τους «Νεωτερισμούς» με την τρέχουσα λαϊκή τους έννοια: τα τεχνολογικά επεξεργασμένα λαμπερά «αντικείμενα» (π.χ. Βασίλης Στεριάδης, Το χαμένο κολιέ, Κέδρος 1983· Τάσος Καπερνάρος, Ακελδαμά, Ηριδανός 1987· Κωστής Γκιμοσούλης, Επικίνδυνα παιδιά, Κέδρος 1992). Αναπλάθοντας μια γλώσσα βασισμένη σε έναν νέο λαμπρό κόσμο επιφάνειας (π.χ. Χρήστος Τουμανίδης, Αντίστιξη των άστρων, Μανδραγόρας 1997· Γιώργος Χρονάς, Κατάστημα νεωτερισμών, Οδός Πανός–Σιγαρέττα 1997) ή συνδυάζοντας τις αναγνώσεις των μεταπολεμικών ρεαλιστών με τη λαμπρή εφηβεία της δεκαετίας του ’60, ο νέος ρεαλισμός ανανεώνει τα κοινωνικά ενδιαφέροντα της σύγχρονης ποίησης (π.χ. Κώστας Κρεμμύδας, Υπέρ Ηρώων, Μανδραγόρας 1998). Στο πλαίσιο αυτό, η ρεαλιστική προσέγγιση του έρωτα αποκτά ειρωνικές διαστάσεις, φθάνοντας έως τον σαρκασμό της εκμυστήρευσης στην οποία συχνά κατέφευγε ο παραδοσιακός ποιητικός λόγος (π.χ. Μαρία Κούρση, Δωμάτιο των ξένων, Τραμάκια 1993· Αντώνης Κάλφας, Ωδή στην ευρύχωρη απώλεια, Τραμάκια 1995· Ιγνάτης Χουβαρδάς, Καρδιά των δρόμων, Μπιλιέτο 1995· Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Άλλοτε αλλού, Νεφέλη 2004).
Μια πιο επιθετική πλευρά του νέου ρεαλισμού εκπροσωπεί ο ακτιβισμός που κατάγεται, μεταξύ άλλων από τον προκλητικό Κ.Γ. Καρυωτάκη, τον Κ. Εμμανουήλ, τον Ζ. Οικονόμου, τον Μιχ. Κατσαρό, τον Ν. Φωκά, τη Ρ. Χατζιδάκη, τον Αλέξ. Πωπ ή την Κ. Γώγου. Αυτή την παράδοση ακολουθούν ποιήματα μαχητικά (π.χ. Ρούλα Αλαβέρα, Ακηδία, Νέα Πορεία 1983) ή προκλητικά σαρκαστικά (π.χ. Τάσος Δενέγρης, Θειάφι και αποθέωση, Άκμων 1982), ανατρεπτικά της παραδοσιακής οπτικής και της ιστορίας, ή κριτικά του εκρομαντισμού της ποίησης. Η προκλητικότητα, επιπλέον, αφορά κυρίως τη γλωσσική έκφραση (π.χ. Παντελής Μπουκάλας, Σήματα λυγρά, Άγρα 1992· Μίμης Σουλιώτης, Αβγά Μάταια, Ύψιλον 1993) ή συνδέεται με τη χιουμοριστική κατασκευαστικότητα (π.χ. Σάκης Σερέφας, Τρεις γάτες δρόμος, Κέδρος 2000), την ειρωνική αγωνία της αδυναμίας εκφραστικής ομαλότητας και την ειρωνικά πληθωρική διακήρυξη της νέας ποιητικής ηθικής (π.χ. Αλέξανδρος Αραμπατζής, Περί υψηλής ραπτικής καταιγίδων και καρφιών στα φέρετρα, Μανδραγόρας 2005). Δεν μπορούμε να παραλείψουμε τη δραστική δημιουργία προσωπικών θρησκειών και αστικών μυθολογιών (π.χ. Γιάννης Πατίλης, Γραφέως κάτοπτρον, Ύψιλον/βιβλία 1989).