Σχολιάζοντας τη διαπίστωση ότι ακόμη και στις μέρες μας οι ποιητές κινούνται «μεταξύ εσωστρέφειας και αυτοοικτιρμού, μεθοδικής αλληλοαποθάρρυνσης και διαρκούς γκρίνιας», ο Κώστας Κουτσουρέλης ονομάζει την τάση αυτή «νέον καρυωτακισμό» και της αποδίδει την αντίληψη ότι η σύγχρονη ποίηση, ως «ανίκανη να αρθρώσει τo ουσιώδες», χάνει τη λειτουργικότητά της.
[…]
Περισσότερο από ιστορικά ή ιδεολογικά φαινόμενα που ακολουθούν μια αδήρητη τελολογία, η πίστη ή η δυσπιστία προς οτιδήποτε αποτελούν ανθρωπολογικά μεγέθη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παρεπόμενά τους: αισιοδοξία και απαισιοδοξία, εξιδανίκευση και απομύθευση, αθωότητα και υποψία. Το καταστατικό τους γνώρισμα είναι η εναλλαγή τους. Και εύλογα: Η πίστη, όπου δεν δοκιμάζεται από την αμφιβολία και τον πειρασμό, κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε αδράνεια και επανάπαυση. Η άρνηση πάλι, όπου δεν μετριάζεται από την προσδοκία, οδηγεί ευθέως στην αποθάρρυνση και την παραίτηση. Μόνιμη αισιοδοξία θα σήμαινε υποστολή της προσπάθειας, επιβράδυνση αντανακλαστικών, αγνόηση του κινδύνου. Η μόνιμη απαισιοδοξία πάλι θα έφθειρε ακόμη και τους στοιχειώδεις μηχανισμούς της αυτοσυντήρησης.
Το πώς ο κάθε συγγραφέας ή καλλιτέχνης ερμηνεύει κάθε φορά την πραγματικότητα, το ποια όψη της επιλέγει να τονίσει, την ελπιδοφόρα ή τη δυσοίωνη, εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες: από τη φύση του υλικού του και τις ειδολογικές συμβάσεις, από την ιδιοσυγκρασία του ή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κάποτε και από επαγγελματικό ή ιδεολογικό κομφορμισμό. Ας θυμηθούμε εδώ την προγραμματική αισιοδοξία του λεγόμενου σοσιαλιστικού ρεαλισμού αλλά και τον όχι λιγότερο στερεότυπο πεσσιμισμό κάποιων νατουραλιστών «φωτογράφων της πραγματικότητας».
Τώρα, στους πράγματι «σπουδαίους ποιητές», ακριβώς επειδή το έργο τους παρακολουθεί τον ανθρώπινο ψυχισμό σ’ όλες τις διακυμάνσεις του, τα μεγέθη αυτά παρουσιάζονται ωμά, σε όλη την συγκρουσιακή τους συνύπαρξη. Έτσι όταν ο Παλαμάς, φερ’ ειπείν, μιλάει εναλλάξ τόσο για την αξία όσο και για την απαξία της ποίησης (στον ασύγκριτο «Πρόλογο» της Ασάλευτης ζωής) δεν αντιφάσκει, ή αν θέλουμε να ακριβολογούμε, η αντίφασή του είναι μόνο λογικής τάξεως, τουτέστιν επιφανειακή. Κάτω από τη λογική αντινομία, κρύβεται μια βαθύτερη βιωματική οικονομία που ακριβώς επειδή συνδυάζει την κατάφαση με την άρνηση, ορίζει τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους κυμαίνεται διαρκώς ο ανθρώπινος ψυχισμός. Όταν ο Παλαμάς και πάλι γράφει: «Ο ποιητής έχει συνείδηση του αγιάτρευτου ξεπεσμού έχει όμως και την προσδοκία της αποκατάστασης», αυτήν ακριβώς τη βαθύτερη οικονομία εκφράζει. Η επίγνωση του άτρεπτου τέλους και η διαρκής προσδοκία της αποφυγής του δεν αποτελούν μεγέθη διαβαθμισμένα χρονικώς μεταξύ τους, συνυπάρχουν.
Σε έσχατη ανάλυση, η ίδια η διάκριση μεταξύ ποιητικής αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας είναι ανώφελη. Και τούτο διότι η τέχνη δεν έχει να κάνει αποκλειστικά ούτε με την πίστη ούτε με την απιστία, ούτε με το καλό ούτε με το κακό, ούτε με την ηδονή ούτε με την οδύνη. Αλλά με την διαρκή και αδιάλλειπτη ταλάντωση της ανθρώπινης συνείδησης ανάμεσα σε δύο αντιθετικές καταστάσεις που της είναι εξ υπαρχής ενδιάθετες. Ακόμη και όταν ένας δημιουργός ομολογεί ανοιχτά ότι αμφιβάλλει για την χρησιμότητα του έργου του, αυτό δεν σημαίνει ότι συνθηκολογεί και καταθέτει τα όπλα. Ποιητής που να μην εμπιστεύεται την ποίηση και να παραμένει ποιητής δεν γίνεται να υπάρξει. Στο μέτρο που η δυσπιστία, η διερώτηση, η απόγνωση ακόμη, εξακολουθούν να είναι γι’ αυτόν δημιουργικό ερέθισμα, δεν σημαδεύουν το πέρας της διαδρομής του. Απεναντίας: του υποδεικνύουν την αναγκαία αφετηρία για μια καινούργια πορεία.
περ. Πλανόδιον, τχ. 42 (Ιούνιος 2007). Αναδημοσιεύεται από την προσωπική ιστοσελίδα του συγγραφέα .