Πολλοί θεώρησαν τη δεκαετία του ’70 ως την τελευταία που είχε κάτι καινούργιο να προτείνει στον χώρο της ποίησης. Ευτυχώς, η ίδια η ευμεγέθης ποιητική παραγωγή παλαιότερων και νεότερων ποιητών διέψευσε πανηγυρικά αυτόν τον συντελειακό ισχυρισμό. Οι αξιόλογες νέες εμφανίσεις δηλώνουν ότι η ποιητική πρωτοτυπία δεν είναι πάντα το αιτούμενο, ότι η ανάγνωση δεν είναι απλώς μια μοναχική περιπέτεια, ότι ο ορισμός της γραφής ως τρόπου έκφρασης προσωπικών αισθημάτων είναι περιοριστικός και ότι δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στην τέχνη και τη φύση, την πραγματικότητα και τη φαντασία. Τα καλά κείμενα της τελευταίας τριακονταετίας αναπτύσσουν τις εξελίξεις της ποίησης παρουσιάζοντας περίπλοκη διαστρωμάτωση, συνδηλωτικό περιεχόμενο, σύγκλιση άλλων κειμένων εντός τους, ποικιλία ποιητικών ιδιωμάτων, αμφισημίες, και μια προσεκτική «απροσωπία», κατά την οποία η συνείδηση του ποιητή αναγνωρίζεται μόνο μέσα από το δίκτυο αναφορών του κειμένου. Οι δε ποιητές, κινούμενοι μέσα και γύρω από ενδιαφέροντα έντυπα, όπως το Εντευκτήριο, ο Μανδραγόρας, το Poetix, η Ποιητική, Τα Ποιητικά, το ΦΡΜΚ κ.ά., προετοιμάζοντας νέες τάσεις και οδηγώντας τη γραφή τους στον νέο αιώνα, ξαναβρίσκουν το χιούμορ τους, αναγνωρίζουν τη συνύπαρξη του λόγου τους με τον λόγο άλλων καλλιτεχνών, αλλά και των ευρύτερων πολιτιστικών συστημάτων που τους περιβάλλουν, διεκδικώντας ένα σταθερό καινούργιο έδαφος ανάπτυξης στιβαρού ποιητικού λόγου.
Αρχές όπως η ανανέωση της αντίληψης γύρω από την ιστορία, ο μετασχηματισμός του όρου «λογοτεχνικός», η αναγνώριση της ξενικότητας των γλωσσών, το ενδιαφέρον για την οργάνωση νοητά ανθρώπινων μελλοντικών προοπτικών, οι εναλλακτικές προτάσεις γύρω από την αναπαραγωγή της ύπαρξης εξερευνούν το νέο έδαφος της σύγχρονης γραφής. Η νέα ποίηση εξαπλώνεται σε μια πληθώρα πεδίων: την εναλλακτική μουσική, τις κουλτούρες του Τρίτου Κόσμου, την κυβερνητική, τους δρόμους της πόλης, τους προστατευμένους βιότοπους, τα απορρίμματα πληροφοριών, τα πολυμέσα, χωρίς να αποκλειστεί, βέβαια, μορφολογικά και θεματικά, η καθαρή γραφή με επίκεντρο τη γλώσσα. Και στις περισσότερες περιπτώσεις τόσο οι μοντερνιστικές όσο και οι φορμαλιστικές ακρότητες απορρίπτονται ως οικείες και ελάχιστα αποτελεσματικές, αν δεν συνδυάζονται με μια αφηγηματικότητα της διερεύνησης του γλωσσικού μέσα από το ποιητικό και όχι του ποιητικού μέσα από το γλωσσικό.
Καθώς η προσοχή των επαγγελματιών αναγνωστών λογοτεχνίας μετακινείται από κείμενα του Κανόνα και φορμαλιστικές μεθοδολογίες προς πιο πεζολογικές μορφές και είδη, η ποίηση θίγεται περισσότερο, αφού ζητήματα ερευνητικής επικαιρότητας περί φυλής, εθνότητας, έθνους, κουλτούρας κλπ. επικεντρώνονται στην πεζογραφία (λογοτεχνική και μη). Και ενώ πολλοί ακαδημαϊκοί μιλούν για τον θάνατο της ποίησης, και μάλιστα για την αδυναμία της να ανταποκριθεί σε εποχές κρίσης όπως η σημερινή, όσο ακόμη διαβάζεται ποίηση από καθέδρας προβάλλεται η ατομικότητα των ποιητών, ενώ επιτρέπονται παραχωρήσεις στη συμπλήρωσή της από κάποια συλλογικότητα. Ενώπιον των επισήμων αυτών προοπτικών μπορεί να τοποθετηθεί η ποίηση ως πολιτικοποιημένο είδος — ένα είδος που δεν προάγει πολιτικά μηνύματα, αλλά ανοίγει προοπτικές απελευθερωτικής συλλογικότητας (αναφορικά με ζητήματα φύλου, μειονοτήτων, εθνοτικών διαφορών κλπ.). Οι ποιήσεις που ενθαρρύνουν αυτού του είδους τη συλλογικότητα είναι κείμενα διαπολιτισμικά, πολύγλωσσα ή γραμμένα με ιδιάζοντα ελληνικά, παιγνιώδη ως προς τη γλώσσα τους, πειραματικά ως προς τη σύνταξή τους, εξοικειωμένα με την ξενικότητα αλλά και την επαφή με άλλες τέχνες, κινήματα ή πρακτικές, που προβάλλονται επιτελεστικά σε δημόσιους χώρους ή διοργανώσεις ανάγνωσης (διαδικτυακά περιοδικά, ποιητικές αναγνώσεις, παραστάσεις και απαγγελίες, poetry slam, φεστιβάλ), εκδηλώσεις και συμβάντα στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης, Performances/επιτελέσεις, video-ποιήματα κλπ. και, αντί να βραβεύσουν τους αναγνώστες για καλή αποκρυπτογράφηση της σημασίας και της υπόνοιας, τους ανταμείβουν για την εμπλοκή τους και την επίγνωση των ορίων τους. Στις συναπτικές στιγμές ανάγνωσής τους, τα ποιητικά αυτά κείμενα θέτουν το ενδιαφέρον μας για τα σημεία και τις τροπές σε κοινωνικό διάλογο, σε δίκτυα νοηματοδότησης που κατανοούνται ως απολύτως κοινωνικά, αλλά και σε ερωτήματα για την ίδια τη δημιουργία ταυτότητας.