«Μέσω της μουσικής, ένας συνθέτης προσπαθεί να “κάνει δικό του” κάτι που αγαπά πολύ — με άλλα λόγια, μια ερωτική πράξη με μεγάλο ρίσκο», έγραψε ο Γιώργος Κουρουπός για τη μελοποίηση του Μονογράμματος του Ελύτη, αυτού του ύμνου στον έρωτα. Επικαλέστηκε, επίσης, την αναφορά στη μουσική στο τέλος του μέρους V του ποιήματος: «Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική | που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη». Από τον δίσκο Το Μονόγραμμα. Σκηνική καντάτα του Γιώργου Κουρουπού σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Την Ορχήστρα των Χρωμάτων διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης (Λέσχη του Δίσκου, 2006). Ερμηνεύει ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος.
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους Από τί νά ’ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ’ρθώ Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο Μόνος να περιμένω πού θα πρωτοφανείς Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο Για σένα ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση Και νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γη.